17.11.12

Το συσσίτιο


   

      Έχω άψογους τρικέφαλους. Τους βλέπω τώρα να φουσκώνουν στον καθρέφτη. Χαίρομαι. Έχω κάθε λόγο να χαίρομαι γι αυτούς. Αυτή η μαύρη μπλούζα με τον μαίανδρο τεντώνει πάνω μου και το σώμα μου διαγράφεται με όλη του την μεγαλοπρέπεια. Έτσι θα είναι οι καινούργιοι άνθρωποι γεροί λευκοί και δυνατοί. Είμαι δυνατός και μου αρέσει. Και από προφίλ τώρα. Και πλάγια. Φουσκώνω και ξεφουσκώνω τα ποντίκια μου. Δεν σκέφτομαι την γριά. Δεν θα σκεφτώ την γριά.
        Η γιαγιά μου ζει ακόμα στο χωριό. Φαλακρό χωριό με μερικά σπίτια, ένα σχολείο με λίγα παιδιά πια, μία ταβέρνα, έναν πλάτανο. Έχει άσπρα μαλλιά και φοράει πάντα μαύρα. Δεν βλέπει πια καλά. Όταν πήγα τελευταία φορά και την αγκάλιασα μύριζε θάνατο. Μου χάιδεψε το κεφάλι. Γιατί κούρεψες τα όμορφά σου μαλλιά, με ρώτησε. Μου έβαλε να φάω και όση ώρα έτρωγα με κοίταγε με τα θολά από καταρράχτη μάτια. Ένιωθα άβολα, σαν να με κοιτούσε πολύ βαθιά. Την ρώτησα για το σχολείο του χωριού, αν έχει αλβανάκια, δεν μου απαντούσε ίσως δεν άκουγε, μόνο με κοίταγε, ένιωσα ασφυκτικά, κάτι με έπνιγε σηκώθηκα να φύγω.
       Όχι δεν θα σκεφτώ την χθεσινή γριά. Δεν μιλούσε καν Ελληνικά η σκρόφα. Επίμονη ερχόταν και ξαναερχόταν να πάρει πατάτες, την διώχναμε αλλά αυτή εκεί, σαν σκουλήκι, ερπετό, με την καμπούρα της να φουσκώνει μέσα από τα μαύρα της φορέματα, έζεχνε και βρωμούσε ολόκληρη, Βουλγάρα ή Αλβανή τι σημασία έχει, την γλώσσα δεν την καταλάβαινα. Τις ίδιες λέξεις επαναλάμβανε, σαν ξόρκι η μάγισσα. Τα κοκαλιάρικά της δάχτυλα με γράπωναν από το μανίκι, τραβούσε και λέκιαζε την ολοκάθαρή μου μπλούζα και τα χνώτα της λέρωναν το πρόσωπό μου. Αλλά τα μάτια της, έτσι που φαίνονταν τεράστια, μου θύμιζαν χελιδονοφωλιές, τι χαζή σκέψη, τι λέω τρελαίνομαι, όχι κυρά μου, να γυρίσεις στην πατρίδα σου, το συσσίτιο είναι για Έλληνες της φώναζα, έξαλλος έξαλλος ήμουν, έξαλλος με την γριά την έσπρωξα, ένα ένα έσπασα σαν κλωναράκια τα αδύνατά της δάχτυλα και την κλώτσησα, με όλη την δύναμη της μπότας μου την κλώτσησα, άκουσα τον ήχο που έκανε το άδειο της κορμί καθώς έπεφτε στην άσφαλτο.
        Με κοίταζε η γιαγιά μου σιωπηλά όπως έτρωγα. Την ρώτησα αν υπήρχαν αλλοδαποί και μετανάστες στο χωριό, αν στο σχολείο έχει Αλβανάκια. Δεν μου απαντούσε, ίσως να μην άκουγε. Όταν σηκώθηκα να φύγω, με φίλησε. Να μην ξανάρθεις μου είπε και μου έκλεισε την πόρτα.

 (Δημοσιεύτηκε στη διαδικτυακή επιθεώρηση λόγου 'bibliotheque')

Δεν υπάρχουν σχόλια: