(φωτ. Edouard Boubat)
Tην πήγα στο δεύτερο ραντεβού. Μία βίλλα στο ακριβό προάστιο έξω από την πόλη. Σταματήσαμε μπροστά στην πύλη. Με κοίταξε. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ντράπηκα. Σαν να αντιστράφηκαν οι ρόλοι. Θυμήθηκα την αδελφή μου στο χωριό. Πώς πάει το ταξί, με είχε ρωτήσει. Τα βγάζεις πέρα; Δεν της είχα πει για την νυχτερινή δουλειά, για τις μεταφορές, για τα ραντεβού. Για τα εκατό ευρώ που παίρνω κάθε νύχτα. Τριάντα βγάζω την μέρα. Δεν φτάνουν ούτε για τσιγάρα. Αν δεν έκανα κι αυτό θα πέθαινα στην ψάθα. Στο κάτω κάτω δεν είμαι συνεργός. Αν με πιάσουν, απλός μεταφορέας θα πω. Η κοπέλα πήρε ταξί, δεν είμαι εγώ στο κόλπο. Δεν είπα τίποτε από όλα αυτά στην αδελφή μου όταν με ρώτησε. Έξω έπεφτε πυκνή η νύχτα. Ξάφνου άρχισε να χιονίζει. Μικρές νιφάδες έπεφταν στο παρμπρίζ στα δέντρα και όλα θόλωναν. Θα κρυώσεις, της είπα. Είσαι σχεδόν γυμνή. Έβγαλα το σακάκι μου και το τύλιξα γύρω της. Προσεκτικά για να μην σπάσει. Πρέπει να μπω μέσα; με ρώτησε. Τα μάτια της έγιναν μικρές νιφάδες. Όχι μου ήρθε να της πω. Όχι δεν πρέπει.
Θα σε πάρω σπίτι. Θα σε βάλω να κοιμηθείς σε κολλαριστά σεντόνια. Θα σε σκεπάσω με μία ζεστή κουβέρτα. Δεν θα σε αγγίξω. Θα πηγαίνω στην δουλειά και θα είσαι εκεί όταν γυρνώ. Και θα μυρίζεις βανίλια όπως τώρα.
Πρέπει της είπα. Άκουσα κάτι να σπάει ανάμεσά μας. Έβγαλε το σακάκι μου και βγήκε μισόγυμνη στο χιόνι. Χτύπησε το κουδούνι και εξαφανίστηκε πίσω από την πύλη.
(Δημοσιεύτηκε στο bibliotheque)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου