7.11.15

ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ





Ι
Μ’ αγαπάς; την ρώτησε.
Τα βλέφαρά της βαριά
αμπαρωμένα μετά τον οργασμό.
Γύρισε προς το μέρος του,
άκαμπτη και ακίνητη
θαρρείς και πέτρωσε στον χρόνο.
(στο μεταξύ η άμμος κυλούσε στην κλεψύδρα)

ΙΙ
Θέλω να μάθω, την ρωτάει.
Πώς οι γυναίκες απορροφούν
Πώς αγαπιούνται σε χάλκινο καθρέφτη
Κι ύστερα αποσύρονται κοχύλια.

ΙΙΙ
Θέλω να μάθω
πως ο αγαπημένος
μπορεί να είναι γιός και εραστής
πατέρας, βασιλιάς
τυφλός χρησμός
πρησμένη θηλιά
βήματα με μπαστούνι
ξένος που ξέχασε το αίνιγμα.

IV
Θέλω να μάθω
Αν οι γυναίκες είναι κόρες της Χίμαιρας
με ένα καράβι να πλέει στα μακρινά τους μάτια
Ή της Έχιδνας που κουλουριάζεται
για να επιτεθεί;

V
Θέλω να μάθω αν ήξερες
Αν ήσουν κι εσύ κομμάτι
νόθα κόρη του Λάιου
που ο βασιλιάς σε τοποθέτησε στην έρημο
για να ξεχωρίζεις τους γνήσιους Λαβδακίδες
μια και μόνον αυτοί θα γνώριζαν το μυστικό.

VI
Μην με κοιτάς έτσι απαθής
Με την κλασσική σου μύτη
Με πέλματα και στήθη λιονταριού
Και ουρά ερπετού
Γυναίκα.
Δεν είσαι συ από πάντα η μοίρα μου
Το  πεπρωμένο μου που πάγωσε
Η μόνη ελπίδα να.
  
VII
Και τελικά πια ήταν η ερώτηση;
Ποιος την υποβάλλει
ποιος είναι αυτός που πάντα απαντά;

VIII
Παλεύω να σε λύσω
Να βρω τον κώδικα σου
στον λαβύρινθο αυτό
που εσύ ονομάζεις σώμα.

ΙΧ
Δώσε μου μία άλλη ιστορία
Ονόμασε με Ήφαιστο, Θησέα, Προμηθέα
Έστω Ηρακλή
Ανάθεσέ μου άθλους
Μην μου αραδιάζεις λέξεις
Που από κάτω κρύβουν άβυσσο.

Χ
Τι σφίγγεις λοιπόν;
Τί είναι αυτό που μόνον συ κατέχεις;
Ποιο αρχαίο μυστικό εκτυλίσσεται
μέσα στο κορμί;
Σε ποιο μυστήριο οδηγούμαι
χωρίς μάτια;
Σφίγγα το ξέρω τώρα.
Αυτό που εσύ ζητάς
είναι το μόνο που έχω.

(δημοσιευμένο στο περιοδικό Ποιητική)



artwork Franz Sussbauer

5.2.15

ΤΟ ΨΑΛΙΔΙ


Κόβω με ένα ψαλίδι την παιδική μου ηλικία,
δύο μαυρόασπρα κοριτσάκια
που επιπλέουν θολά
θρυμματίζονται στο πάτωμα.
Είχα ποτέ δίδυμη αδελφή
ή ήμουν αυτή που δεν γεννήθηκε ποτέ;
Μία φωτογραφία σπαρταράει
ασημένια και στιλπνή μέσα στην γυάλα της.
Είναι παράξενο πως κάθε φορά
τα λέπια που αφαιρώ
τα εντόσθια τις μνήμες τα πτερύγια
όταν βάζω στο φούρνο το κεφάλι
και μετά κόβω προσεκτικά φέτες τις φλέβες
θυμάμαι πιο βαθιά.

Κόβω με ένα ψαλίδι το μαλακό κουνουπίδι του εγκεφάλου
αυτό που γεμίζει συνέχεια θάλασσα
Μη έλεγε η μαμά
Μη βάζεις το χέρι κάτω από το λευκό φουστάνι
το κλειδί γυρνάει μία πόρτα
ένα σπίτι περιστρέφεται
κράτα στο χέρι τα κόκκινα παπούτσια.

Η μαμά και ο μπαμπάς χαμογελούν
ο αδελφός από πίσω μου σφίγγει το χέρι
εσύ με προδίδεις ξανά και ξανά
κι εγώ σε ένα δωμάτιο με εγκαταλείπω πάλι.

Κόβω με ένα ψαλίδι αυτό το ποίημα.
Κορμί είναι μπορεί δικό σου,
μπορεί κάποιου ξένου
από αυτούς που κοιμάσαι και χάνονται.











11.12.14

ΠΩΣ ΝΑ ΒΓΕΙΤΕ ΑΠΌ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΑΣ ΑΝΩΔΥΝΑ

Ι
Σου γράφω 
από το κέντρο παραθερισμού
πολλά μυρμήγκια πάνω στα λευκά σεντόνια.
Κανείς δεν φεύγει ούτε έρχεται
τα περιστέρια πετούν μες στα δωμάτια
κι αφήνουν περιττώματα τον φόβο τους.
Το τηλεσκόπιο θόλωσε
μπορεί κανείς να δει μόνο μύγες 
και καθόλου αστέρια.
Μια πηχτή ζέστη
αφήνει κηλίδες στο πάτωμα.
Τα κορμιά λιώνουν από μόνα τους.
Εσωκλείω στο φάκελο 
μικρές ύαινες.
Ελπίζω να διατηρείς 
ακόμα εκείνο το παλιό γραμματοκιβώτιο
στην μέση της ερήμου
ΙΙ
Ο πόνος είναι σολομός
με τα πλευρά ασημί
και την κοιλιά λευκή.
Όταν ενηλικιωθεί
επιστρέφει στις λίμνες 
για να αναπαραχθεί.
Πολλαπλασιάζεται γρήγορα.
Κυριεύει το κορμί.
Πού είναι η λευκή σου φάλαινα Αχάμπ
να σπάσει την νύχτα
με την πελώρια της ουρά;
Στο ψυγείο παστά ψάρια οι στιγμές
σε γυάλινο βάζο με αρμύρα
όταν ανοίγω την μνήμη
πλημμυρίζουν τα νερά
και πέφτουν ψόφια
ανάμεσα στα πόδια.
Δεν είναι της μόδας 
οι κατεψυγμένες νεράιδες λες
και μικρά κοράλλια
στροβιλίζονται τρελά
στο ενυδρείο των ματιών σου.
ΙΙΙ
Σκέπασε με λευκά πανιά
τα χαμογελαστά έπιπλα μπαμπού
τίναξε τις πετσέτες 
πριν τις απολιθώσεις στην ντουλάπα.
Βγαίνοντας κλείσε το καλοκαίρι
πίσω σου ανώδυνα.
Έτσι κι αλλιώς ο πόνος
θα σε περιμένει στην αποθήκη
μαζί με τα βατραχοπέδιλα
για να τον φουσκώσεις πάλι
το άλλο καλοκαίρι

(δημοσιευμένο στο περιοδικό ΟΡΟΠΕΔΙΟ φθινόπωρο χειμώνας 2014)

:

φωτο: Παναγιώτης Παπαθεοδωρόπουλος

14.11.14

H ΘΕΡΑΠΕΙΑ


Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας.
Κάποιοι δεν θεραπεύονται ποτέ.
Στο δέρμα τους εμφανίζονται συνέχεια εξανθήματα
όπως τα ζωντανά ηφαίστεια που προκαλεί
η επαφή με την καύτρα ενός τσιγάρου
φορούν μικρά ρακούν για δερμάτινα παπούτσια
που σιγά σιγά τους τρων τα πόδια
με ένα καμπριολέ αυτοκίνητο
διασχίζουν αχανείς αυτοκινητόδρομους
σταματούν από σπίτι σε σπίτι στην Νεβάδα
ως πλασιέ ενός πόνου που πρέπει να επιδείξουν
σε αδιάφορες νοικοκυρές που τρίβουν τα πατώματα
και σε άντρες που καλλιεργούν κολοκύθες
για να συμμετέχουν σε διαγωνισμό μεγέθους.
Ακόμα όμως και αν όλα παν καλά
αν δηλαδή η ανία εύκολα μετατραπεί σε άνοια
ή θεωρήσατε ότι εξοικονομήσατε από την απουσία χώρο
αφού έφυγαν οι μαύροι καναπέδες
με τα φουσκωτά σαγόνια που σας καταβρόχθιζαν ολόκληρο
αν ανήκετε δηλαδή στους λίγους εκλεκτούς
που απλώς τινάζουν το στρώμα
και αγνοούν το βαθούλωμα
από το περίγραμμα του κορμιού
που κοιμήθηκε μαζί τους ένα βράδυ
ακόμα και τότε μην θεωρήσετε ποτέ πως είστε ασφαλείς.
Μπορεί μία μέρα αδιάφορος
καθώς κοιτάτε τις ταμπελίτσες με το κόστος στις βιτρίνες
κάποιος αθώος πίσω σας να προφέρει ένα όνομα
και το δάχτυλο που κάλυπτε την τρύπα
και εμπόδιζε με τόσο κόπο την ορμή
ξαφνικά να παραλύσει
το φράγμα ολοκληρωτικά να καταρρεύσει
και το νερό να πλημμυρίσει
όλη την πόλη που κομμάτι κομμάτι
συναρμολογούσατε τόσο καιρό με τόση υπομονή.


Εσείς ο αρχιτέκτονας της λήθης


http://thraka-magazine.blogspot.gr/2014/10/blog-post_21.html

photo:Saul Leiter

20.9.14

ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΡΗΞΗ

Η οριστική ρήξη συμβαίνει
ανεπαίσθητα.
Όπως το κέρατο μονόκερου
σκίζει το μετάξι
ή ένα άσπρο πουκάμισο
ραπίζει με την άγρια μυρωδιά
ενός κορμιού που έπαψε
όπως καπνίζεις και ένα σμήνος καπνού
ρίχνει το κεντρί στα μάτια σου και τα υγραίνει
ή καθώς ασθμαίνεις στον βυθό
χελιδονόψαρα μπλέκονται στην μάσκα
και νιώθεις την φιάλη οξυγόνου
να ανεβαίνει άδεια στην επιφάνεια
κάτι σαν αποκόλληση χιονοστιβάδας
που πέφτει αθόρυβα σε έρημο τοπίο.
Άλλοτε συμβαίνει έξαφνα και βίαια.
Πώς βγάζει κάποιος το δάχτυλο έξω από το παράθυρο
Χειμώνα
Και έξαφνα του το σαλιώνει ορμητικός αγέρας
Ή
Πώς νύχτα βαθιά ακούς σύρσιμο από αλυσίδες
Και βλέπεις το πεπόνι στον ουρανό να σκίζεται στα δύο
και τα σπόρια του να πλημμυρίζουν τα στενά
H οριστική ρήξη συμβαίνει στον δικό της χρόνο.
Τόσο που δεν ξέρει κανείς αν έχει ήδη συμβεί η πρόκειται.
Και μερικές φορές προκύπτει
σε πόλη που οι καμάρες της γκρεμίζονται η μια μετά την άλλη
καθώς περνάς γρήγορα από κάτω
ώσπου στην άκρη ενός στενού
καταλαβαίνεις ότι έχεις περάσει τα σύνορα
και οδεύεις προς Καβάλα ή Κωνσταντινούπολη
ενώ πίσω σου καίγονται όλα τα διόδια.
Εκεί είναι που συναντάς αυτόν τον άνθρωπο τυχαία.
Πεταρίζουν τα βλέφαρά σου.
Κάποιον θα δω μέσα σου σκέφτεσαι
Όμως δεν βλέπεις πια κανέναν.


φωτο: Μαρία Κοσσυφίδου

18.3.14

ΜΙΑ ΟΧΙ ΛΥΠΗΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ

Από το πρωί καίω τα μαύρα ρούχα στην αυλή.
Έβγαλα τα πανιά απ’ τους καθρέφτες.
επέδωσα το χαρτί της έξωσης στον άντρα
που μένει στο δενδρόσπιτο του κήπου.
Δεν υπάρχει γι αυτόν καθόλου χώρος
στο καινούργιο ποίημα που θα γράψω
για την μουχλιασμένη Άνοιξη
που απλώνω για να αεριστεί.
Πρέπει να αλλάξεις ρούχα πια, του λέω
οι στίχοι μου σου φάρδυναν
πλέουν πάνω από το όργανο που λείπει
στο αριστερό σου στήθος.
Ενώ όμως γίνονται αυτά
και ένα ίσως μπουμπούκι
σκάει βασανιστικά
μες στον οργασμό του
ακούω τα σκυλιά που αλυχτούν δεμένα
καθώς άγρια τραντάζουν τις αλυσίδες.
Ξαναγυρνώ στο σπίτι.
Κλείνομαι στο δωμάτιο.
Και με μία ψαλιδιά
κόβω σύριζα πέρα ως πέρα τα μαλλιά.


photo: Nicoleta Tomas Caravia
δημοσιευμένο στo ηλεκτρονικό περιοδικό Bibliotheque

4.3.14

ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΩΜΑ

Το έλεγαν ζευγάρωμα και γινόταν στο σκοτάδι.
-πως το ξέρεις;
αρχαία γνώση που ιππεύει τα κύτταρα
εκσφενδονίζεται στο αίμα
Το λέγαν συνουσία,
σώμα με σώμα
Πνιχτές κραυγές, πονούσε
Σε παλιά εργοστάσια σε ρημαγμένα σπίτια
Μέσα στα ερείπια
Ο ένας πάνω στον άλλο
Πεινούσαν και χόρταιναν σάρκα
-ήταν τότε το τέλος;
Αυτού που αποκαλούμε τώρα.
Και κανείς ποτέ δεν αισθανόταν.
-Τι θα πει η λέξη;
Θα πει γνωρίζω το όνομα σου
Εκείνο το παλιό
αναγνωρίζω σε σένα το δελφίνι
τον λύκο τον σκαντζόχοιρο
τα ημερεύω και τρίβονται επάνω μου
Θα πει σου χαρίζω τα μάτια μου
Θα πει δώσε μου τα χέρια σου να αγγίξω.
-Και κανείς ποτέ δεν αισθανόταν;
Μόνο κάτι γραφικοί.
Είχαν στην παλάμη χαραγμένους χάρτες.
Έψαχναν λέει την Επαφή.
-Τι θα πει η λέξη;
Δεν ξέρω, εγώ από τότε έγραφα
Ατέλειωτοι πάπυροι
Στην βιβλιοθήκη από μελάνι
Ήμουν τυφλός και ποιητής.
Δεν ήξερα. Δεν έμαθα.

δημοσιευμένο στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΠΟΙΕΙΝ

Photo: Josephine Sacabo


17.12.13

ΕΚΛΕΚΤΙΚΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ



φωτο ΣΩΤΗΡΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ


Όλοι εμείς οι συγγενείς
είχαμε φέρει ντόρτια
στο παιχνίδι με τα πούλια
παγώνει σε μονά φλιτζάνια όμως ο καφές
στο καφενείο χωρίς όνομα
στην οδό Αρίστου Τέλους.
Εκλεκτική συγγένεια λοιπόν σημαίνει
κρύβω άσσους σε μανίκι δίχως χέρι
ενώ σε ειδική αίθουσα υποδοχής
σερβίρεται κονιάκ και κουλουράκι.
Στον προθάλαμο κάποιος χτυπάει νούμερα
στο μπράτσο εραστών που γίναν δήθεν φίλοι.

Γιατί άραγε λαχανιάζουμε άδικα μέσα στους αιώνες
εμείς οι εκλεκτοί εκλεκτικοί
χωρίς γένος χωρίς φύλο
που τρέχουμε γυμνοί μέσα σε γυάλα
που σμίγουμε κρυφά φθηνά και με ντροπή
σε παχιά μαξιλάρια από πούπουλα
κύκνων που ραμφίζουν
για λίγο στην σιωπή
για πάντα στο κενό.

Όλοι εμείς οι συγγενείς
που στο λήμμα αγάπη
διαβάζουμε πάντα λάθος
το συνώνυμο.

Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ



Ι
Όλα τα ποιήματα είναι ορφανά.
Ζουν σε κάποιο ίδρυμα.
Άλλοτε παιδιά άλλοτε γέροι.
Τις νύχτες μαζεύονται στη σάλα.
Και διαβάζει το ένα το άλλο.

II
Όλα τα ποιήματα είναι ένοχα.
Ποτέ δεν θα απολογηθούν.
Μερικά καταδικάζονται στην λήθη.
Όμως η μνήμη είναι ο πιο ανελέητος κριτής.

ΙΙΙ
Όλα τα ποιήματα κρύβουν ένα μυστικό.
Σε κάποιο στίχο υπάρχει μια καταπακτή
μια κρύπτη απόκρυφη
ένα χαλαρό πλακάκι ή μία σάπια σανίδα
για να γλιστρήσει ο αναγνώστης στην τσουλήθρα

ΙV
Τα περισσότερα ποιήματα φοβούνται να πεθάνουν
γι αυτό και ερωτεύονται συνέχεια
μα ο θάνατος δεν έρχεται ποτέ ακαριαία
στην πραγματικότητα
τον προετοιμάζει πάντα η αρχή τους.

V
Όταν ένα ποίημα ερωτεύεται γίνεται επίμονο συχνά.
Επαναλαμβάνει συνέχεια τους ίδιους στίχους
την ίδια κίνηση το ίδιο χάδι
σαν παλίρροια ή μικρή ακροβάτισσα στο χιόνι.

VI
Τα ποιήματα είναι αστέρια.
Στέλνουν το φως τους ακόμα
κι όταν τα ίδια είναι νεκρά.

VII
Αν δεις στον δρόμο σου ποίημα γνωστό
μην το χαιρετήσεις.
Προσποιήσου ανωνυμία, κάνε πως δεν το ξέρεις.
Σε κανένα ποίημα δεν αρέσει η οικειότητα.
Δίνουν το κορμί τους σε όλους
δεν φιλούν όμως κανέναν.

VΙΙΙ
Ποίημα από ποίημα διαφέρει.
Κανένα ποίημα δεν είναι ποτέ το ίδιο με το άλλο.
Όλα όμως προέρχονται από την ίδια αρχαία κοίτη.

IX
Όλα τα ποιήματα είναι αλκοολικά.
γέρνουν επικίνδυνα,
βυθίζονται στο οινόπνευμα.
Κυκλοφορούν στο αίμα.
Κι ύστερα εκσφενδονίζονται στο άπειρο.

Χ
Κάθε ποίημα είναι ένας άντρας.
Πλαγιάζεις μαζί του στο σκοτάδι.
Το πρωί μένει μόνο η μυρωδιά
άγνωστης σάρκας στο χαρτί.


Δημοσιευμένο στο ηλεκτρονικό περιοδικό Θράκα http://www.thraca.gr/

4.6.13

ΠΑΙΔΙΚΟ

(φωτ. Παναγιώτης Παπαθεοδωρόπουλος)


Να είσαι το παιδί που θα γινόσουν.
Στις μύτες των ποδιών
με ένα λευκό φόρεμα ποδιά
σ' ένα τραπέζι ενηλίκων.
Με άδειες θέσεις
για τους συγγενείς που αποχωρούν
με μαχαιροπήρουνα ερπετά
πάνω στα πιάτα.
Με καλοδιπλωμένες πετσέτες
που κρύβουν ψίχουλα τα μυστικά.
Γιατί ανάλογα με τον φακό
αλλάζει το παρελθόν
στις παλιές φωτογραφίες.