11.11.12

Αυτός είναι καλός

(φωτ. Cecil Beaton)


- Τα ήθελε η σκύλα. Έρχονται εδώ οι πουτάνες εισαγόμενες, θαρρείς δεν έχουμε αρκετές στην χώρα. Με κοιτούσε με τα σχιστά της μάτια η κιτρινιάρα, έβαλα μπροστά στην άσχημη μούρη της το ποτήρι και της ζήτησα να μου το ξαναγεμίσει. Κλείνουμε μου είπε με σπασμένη προφορά.

- Σκέφτομαι το μωρό μου. Ο άντρας με το ξυρισμένο κεφάλι και το περιβραχιόνιο στο χέρι με χτύπησε. Νιώθω το αίμα να κυλάει στο μάγουλό μου και στην άσπρη μου μπλούζα. Σκέφτομαι το μωρό μου όταν θηλάζει, τον τρόπο που πεταρίζουν οι βλεφαρίδες του σαν πεταλουδίτσες στην ζάχαρη, νιώθω το γυμνό κορμάκι του πάνω στο δικό μου, μία μόνο λεπτή μεμβράνη μας χωρίζει, ακούω την καρδιά του να χτυπάει.

- Την χτύπησε. Καθαρίζω τον πάγκο. Είναι πολύ βρώμικος. Κάποιος πρέπει επιτέλους να καθαρίσει αυτόν τον πάγκο. Ο άντρας έφυγε αλλά μου άφησε φιλοδώρημα. Μεγάλο. Τι να κάνω κι εγώ; Την λυπάμαι. Είναι τόσο λεπτοκαμωμένη σαν κλωναράκι. Το αίμα αναβλύζει από παντού, είναι γεμάτη αίματα, με κοιτάει παραπονεμένα. Της βάζω ένα ουίσκυ. Πιες το της λέω. Πάω να κλειδώσω. Έχω κι ένα μαγαζί να σκεφτώ. Είναι η μόνη μου περιουσία, δεν θέλω μπλεξίματα.

- Σκέφτομαι το μωρό μου. Αυτός ο άντρας, αυτοί οι άντρες, αυτοί οι τρομακτικοί άντρες, όχι δεν θα γίνει έτσι το μωρό μου, το αγόρι μου, θα το αγαπώ, θα το φιλώ, θα το χαιδεύω, θα του τραγουδάω για το μεγάλο ποτάμι με τα φαναράκια την μέρα των νεκρών, για τους σιωπηλούς μας προγόνους, για τα αμέτρητα κεράκια που ανάβουν στον κόσμο και σημαίνουν ειρήνη, θα του μάθω να αγαπάει.

- Με έφτυσε. Εγώ την χτύπησα στο πρόσωπο και αυτή με έφτυσε. Την περιμένω όμως την παλιοσκρόφα. Είμαστε τέσσερις με αλυσίδες και με γκλοπς. Κάποιος επιτέλους πρέπει να φέρει την τάξη σ’ αυτή την χώρα.

- Τους βλέπω μέσα στο σκοτάδι. Την περιμένουν από την πίσω πόρτα στο στενό. Ο άντρας που την χτύπησε με άλλους τρεις. Ο ένας με κοιτάει επίμονα. Βάζει το δάχτυλο στο στόμα, σώπασε μου λέει, φύγε σιωπηλά. Δεν είναι δική μου δουλειά, δεν θα ωφελήσει κανέναν αν με σπάσουν στο ξύλο, δεν έχει νόημα, τα κλειδιά μου καιν τα χέρια. Κλειδώνω το μπαρ και φεύγω.

- Θα βγω από την πίσω πόρτα. Ο Σωκράτης είναι καλός, μου έδωσε λίγο ουίσκυ να συνέρθω, ξέρω ότι ένιωσε ένοχος που δεν με υποστήριξε, δεν πειράζει, είναι καλός, μόνο καλά μου έχει φερθει ως τώρα. Ποτέ δεν με άγγιξε, ούτε μου μίλησε άσχημα. Κι όλο με ρωτάει για το μωρό. Το είχα φέρει προχθές και το φίλησε κι αυτό του χαμογελούσε, καταλάβαινε ότι ο Σωκράτης είναι καλός. Υπάρχουν και καλοί άνθρωποι. Υπάρχει ακόμα ελπίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: