12.9.12

Ο αδελφός μου

(φωτ. Richard Vanek)

Τα δύο πιο αγαπημένα πρόσωπα στην ζωή μου είναι ο αδελφός και ο Αρκούδος μου. Το έγραψα και στην έκθεση που μας έβαλε η δασκάλα.
       Όταν αργά το βράδυ γυρίζει ο Πατέρας και ακούγονται από το διπλανό δωμάτιο γδούποι και κραυγές και η μαμά κλαίει, κρατώ σφιχτά τον Αρκούδο μου, τόσο σφιχτά που φοβάμαι ότι τον πονάω. Ρωτάω τον αδελφό μου. Μήπως ο Πατέρας πονάει την μαμά; Ο αδελφός μου δεν μου απαντάει. Γυρνά το χλωμό του πρόσωπο στον τοίχο, ύστερα με εκείνα τα λεπτά δάχτυλα αράχνες κάνει τις σκιές να κυνηγιούνται και τότε πάνω στους σοβάδες αρχίζουν να σαλεύουν κύκνοι, χελώνες κι ένα καγκουρό που διασχίζει πηδώντας έναν γαλάζιο ουρανό κι έτσι κοιμάμαι.
      Μερικές φορές στην τάξη ενώ μιλάει η δασκάλα, σκύβω και κοιτάω το πρόσωπό του αδελφού μου. Είναι μακρόστενο και τα μάτια του είναι τεράστια σαν δωμάτια με υγρασία. Φοράει συνήθως ρούχα λευκά που είναι πια λίγο τριμμένα στις άκρες και σε μερικά μέρη κιτρινίζουν. Η δασκάλα δεν καταλαβαίνει γιατί αφαιρούμαι τόσο συχνά στο μάθημα. Θέλει λέει να μιλήσει με την μαμά μου. Το είπα στην μαμά μου κι αυτή αναστέναξε και μου είπε πως το δίχως άλλο θα έρθει σύντομα να δει την δασκάλα μου.
      Αυτό όμως ήταν πριν έρθει ο γιατρός στο σπίτι. Τον κάλεσε ο μπαμπάς, γιατί η μαμά δεν μιλούσε και ξάπλωνε ακίνητη. Έχει καστανά μάτια και λυπάται όταν με βλέπει. Τον γιατρό τον συμπαθώ. Ο Πατέρας όμως είπε ότι δεν θα τον ξανακαλέσουμε σπίτι. Όχι γιατί δεν είναι καλός γιατρός, αλλά γιατί την τελευταία φορά είπε στον μπαμπά μου ότι αν ξαναγγίξει την μαμά, θα τον καταγγείλει στην αστυνομία.
     Ζούμε σε ένα συγκρότημα κατοικιών. Το διαμέρισμά μας βλέπει στον φεγγίτη. Από το πίσω σκονισμένο παράθυρο βλέπω την αυλή, μια σπασμένη κούνια, λίγο κίτρινο γρασίδι, μια ξεφούσκωτη βάρκα και πεταμένα παλιοσίδερα. Μερικές φορές έχει σκουπίδια.
      Χθες ο Πατέρας πάνω στον θυμό του άρπαξε τον αρκούδο μου και του ξερίζωσε το χέρι. Είδα τον αδελφό μου να γίνεται κατακόκκινος. Τον είδα να κοιτάει το κοφτερό μαχαίρι πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Πάντα καταλαβαίνω τι σκέφτεται ο αδελφός μου. Είναι σαν να σκέφτεται όλα αυτά που δεν τολμώ εγώ. Η μαμά έτρεξε και μ’ αγκάλιασε. Μου ψιθύρισε πως όλα θα φτιάξουν αρκεί να είμαι καλό κορίτσι και να μην μιλώ σε κανένα για το τι συμβαίνει σπίτι μας. Ύστερα πήρε βελόνα και κλωστή και έραψε το χέρι του αρκούδου μου. Τώρα απλώς φαίνεται στο σημείο εκείνο η ουλή, όπως στο πρόσωπο της μαμάς τότε που τσούγκρισε με τον τοίχο.
      Η δασκάλα μου είναι καλή. Όμως μερικές φορές, όπως τότε με την έκθεση που έγραψα για τον αδελφό μου, με κοιτάζει περίεργα. Κι όμως θα ήθελα να μπορούσα να της πω για τον αδελφό μου και για το δηλητήριο. Γιατί ο αδελφός μου μερικές φορές γίνεται μαύρος και τότε τον φοβάμαι. Χθες με πήγε στην κρυψώνα μας. Αυτή είναι μία σανίδα που μπαινοβγαίνει στο χολ. Εκεί έχει κρύψει ένα μπουκαλάκι με δηλητήριο που είχε ο μπαμπάς στην αποθήκη για να σκοτώνει τα ποντίκια.
       Σήμερα είναι η μέρα των γενεθλίων μου. Πριν φύγω για το σχολείο, ο πατέρας μου μπήκε στο σπίτι. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και ήταν αξύριστος. Η μαμά ζάρωσε πίσω από τον πάγκο της κουζίνας. Ο αρκούδος ήταν πεταμένος στο πάτωμα και ο μπαμπάς σκόνταψε επάνω του. Τον σήκωσε και με μια κίνηση ξερίζωσε το κεφάλι του με δύναμη. Κόκκοι από άσπρο αίμα εκτινάχτηκαν παντού. Πίσω από την πλάτη του πατέρα μου είδα τον αδελφό μου να μου κάνει νόημα. Κρατούσε το μπουκαλάκι με το δηλητήριο στο χέρι. Το χλωμό του πρόσωπο ακτινοβολούσε περίεργα. Ο Πατέρας άρχισε να φωνάζει στην μητέρα. Χωρίς να με αντιληφτούν πλησίασα την καφετιέρα. Τότε ο αδελφός μου μου έδωσε ένα φλιτζάνι γεμάτο σκούρο καφέ. Χάθηκα μέσα στο καυτό υγρό. Ο Πατέρας με πλησίασε. Του πρόσφερα το φλιτζάνι. Ύστερα έβαλα την σάκα στον ώμο και άνοιξα την πόρτα για να φύγω για το σχολείο. Πριν φύγω έριξα μια βιαστική ματιά πίσω μου. Είδα τον πατέρα μου να χλομιάζει και να σωριάζεται στο πάτωμα βογκώντας. Λίγο πιο πέρα, στην άκρη της κουζίνας, είδα τον αδελφό μου να μου γνέφει λυπημένα και να γίνεται σιγά σιγά διάφανος ώσπου εξαφανίστηκε εντελώς.
        Έτσι, τη μέρα που έκλεισα τα εννιά μου χρόνια, έχασα ταυτόχρονα με τον πατέρα μου και τα δύο πιο αγαπημένα μου πρόσωπα στον κόσμο, τον αρκούδο και τον αδελφό μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: