30.8.12

Η μυρωδιά του ξύλου

(φωτ. Mike Small)

      - Τις γυναίκες τις ερωτεύομαι απελπισμένα. Σπαρακτικά. Όχι το κορμί τους, αυτό με αφήνει συνήθως αδιάφορο. Σπάνια ένα γυναικείο κορμί με ερεθίζει. Αγαπώ τον φόβο τους. Τον τρόπο που λιώνουν μέσα στα χέρια μου.Οι γυναίκες που θυμίζουν μικρά ζώα. Αυτές τις γυναίκες ερωτεύομαι. Γυναίκες ασβούς, γυναίκες νυφίτσες, αλεπουδίτσες κόκκινες που τρέχουν να κρυφτούν, αν και πολύ μεγαλόσωμος μου αρέσουν οι μικρόσωμες γυναίκες, αυτές που είναι εύκολο κάποιος να συνθλίψει μέσα στα δυνατά του μπράτσα. Γυναίκες πουλιά, το πιο δύσκολο είδος. Τις νιώθεις να διαφεύγουν, την ώρα που τους μιλάς μπορεί να νιώθεις πως βγάζουν φτερά στους ώμους και πετούν από το ανοιχτό παράθυρο βλέπεις στα σκούρα μάτια τους ότι έχουν κιόλας φύγει. Μου αρέσει να κυνηγώ. Μου αρέσει να σκοτώνω πουλιά. Η μητέρα μου είναι οικολόγος, απεχθάνεται το κυνήγι. Από μικρός την θυμάμαι πάντα βιαστική να τρέχει στην τάδε επιτροπή ή στην δείνα, τυλιγμένη με το γνωστό κόκκινο κασκόλ της. Απεχθάνομαι το κόκκινο. Είναι ένα χρώμα που το θεωρώ κακόγουστο. Παλιά άνοιγε η μύτη μου και όλα γίνονταν κόκκινα, έτρεμα τότε και έκλαιγα πολύ. Συνήθως δεν ήταν κανείς όταν έκλαιγα. Η μαμά μου είναι μικρόσωμη, παλιά πιο μικρός ένιωθα την ανάγκη να την προστατέψω, δεν με άγγιζε ποτέ, μύριζε πάντα καπνό και πολυκοσμία, το σπίτι μας ήταν πάντα γεμάτο γυναίκες, φτιάχναν μαρμελάδες και κομπόστες όταν έφευγαν πήγαινα και έφτυνα στο πηχτό φουσκωτό πολτό, από τότε δεν μπορώ ποτέ να φάω μαρμελάδα. Ξερνώ κατευθείαν. Κάποιες με χάιδευαν, μου μιλούσαν, αλλά ήταν όλες πολύ βιαστικές, απασχολημένες. Είχα την αίσθηση ότι μπλεκόμουν συνέχεια στα πόδια τους. Με εκνεύριζαν. Ήταν ξένες. Μου έπαιρναν την μαμά.
Δουλεύω με τα χέρια, λιαίνω τις επιφάνειες και φτιάχνω έπιπλα. Μου αρέσει η μυρωδιά του ξύλου. Μου θυμίζει την μυρωδιά της γυναίκας. Όταν φοβάται.

- Γνώρισα τον Απόστολο όταν πήγα στο μαγαζί του για να παραγγείλω μία μικρή βιβλιοθήκη για το δωμάτιο μου γιατί τα βιβλία μου πια ξεχειλίζουν μέσα στην κοιλιά του σπιτιού και απειλούν να πλημμυρίσουν όλη την πολυκατοικία. Όμως από μικρή χωνόμουν μέσα στα βιβλία, όσο πιο ογκώδη τόσο καλύτερα με αποσπούσαν από τις φωνές και το ξύλο. Ακόμα και τώρα δεν ξέρω γιατί και πως επέτρεπε η μαμά στον μπαμπά να την δέρνει. Ήταν αστυνομικός και η στολή του ήταν γυαλιστερή, τα κουμπιά του άστραφταν σαν μικροί ήλιοι. Ψηλός και όμορφος και περήφανος όταν έμπαινε στο δωμάτιο όλα φωτίζονταν. Εμένα ποτέ δεν με άγγιζε. Η έξυπνη κόρη μου, έτσι με αποκαλούσε. Όλοι οι δάσκαλοι του έλεγαν ότι είμαι χαρισματική, η αλήθεια είναι ότι πάντα με βοηθούσε η μνήμη μου, έχω αυτό που λεν μνήμη φωτογραφική. Αποστήθιζα ολόκληρα κομμάτια από αρχαία και εκκλησιαστικά κείμενα και μπορούσα να εντυπωσιάζω εύκολα. Πολλές φορές απλώς τον κοιτούσα και του μιλούσα με αρχαία ρητά που αυτός δεν τα καταλάβαινε. Μία μέρα σήκωσε το χέρι για να με χτυπήσει. Τον κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια. Τον είδα να μικραίνει και να λιώνει μπροστά μου. Σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Τελείωσα με επαίνους το Πανεπιστήμιο, δεν ήθελα όμως να κάνω καριέρα εκεί μέσα. Έτσι διδάσκω τώρα σε Λύκειο. Αν ζούσε τώρα ο πατέρας μου ίσως και να μην ήταν τόσο περήφανος για μένα. Ίσως πάλι να ήταν δεν ξέρω. Σκοτώθηκε σε μία ληστεία ακριβώς την ημέρα που έχασα την παρθενιά μου κι έτσι ποτέ δεν θα μάθω. Ήμουν δεκατεσσάρων χρόνων και ήταν καθηγητής μου, ήταν πολύ αυστηρός και αρκετά μεγαλύτερός μου, με πήρε άγρια και βάναυσα σε μία αποθήκη στο πίσω μέρος του σχολείου εκείνο το μεσημέρι μετά το σχόλασμα. Δεν είχα καθόλου αίμα ωστόσο, πράγμα παράξενο. Όταν γύρισα σπίτι έτρεξα αμέσως στο μπάνιο και πλενόμουν σχολαστικά επί ώρα όταν μπήκε η μαμά μου χωρίς να χτυπήσει. Ο πατέρας σου σκοτώθηκε μου είπε ψυχρά. Τώρα μόλις με ειδοποίησαν. Το βλέμμα της ταξίδεψε στο γυμνό μου σώμα εξεταστικά, είδε όλες τις μελανιές, τις αμυχές, τα πρησμένα μου χείλη αλλά δεν είπε τίποτε. Στα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι να φύγω από το σπίτι, η μητέρα μου άνθισε. Άρχισε να βάφεται, πάντα στρουμπουλή και κραυγαλέα, με κατακόκκινα χείλη σαν ορχιδέα που καταπίνει τα πάντα. Δεν έφερε ποτέ κανέναν στο σπίτι, όμως πολλές φορές γυρνούσε το πρωί και βρωμούσε άντρα και αλκοόλ. Μου αρέσουν οι άντρες. Να κάνω έρωτα μαζί τους. Ωμά και άγρια. Χωρίς συναίσθημα ή αναστολές. Δεν έχω ερωτευτεί ποτέ κι αυτό εξηγείται εύκολα μια και πάντα διαλέγω να κοιμάμαι με άντρες τους οποίους ξέρω ότι δεν μπορώ να ερωτευτώ.

-Mε τις γυναίκες ακολουθώ πάντα έναν κανόνα. Ποτέ δεν κάνω εγώ την αρχή, δεν προτείνω, δεν σπρώχνω, δεν παρακαλώ. Τις αφήνω να με προσεγγίσουν, να με δελεάσουν, να με κατακτήσουν. Καμία ποτέ δεν με κατήγγειλε. Η πρώτη γυναίκα που πήρα ήταν μία φίλη της μαμάς μου. Ήμουν δεκαέξι. Ήμουν πολύ βίαιος, μόνο όταν είδα τον πόνο και τον φόβο στα μάτια εκσπερμάτωσα πάνω της. Από τότε δεν ήρθε ποτέ ξανά σπίτι μας.

-Όταν είδα τον Απόστολο στο επιπλοποιείο να δουλεύει με τα χέρια του, ένιωσα μία παλιά αίσθηση, όπως όταν πλησίαζα τον μπαμπά μου, μία αφόρητη έλξη και έναν φόβο μαζί. Έβλεπα τα εύκαμπτα και μακριά του δάχτυλα και τα φαντάστηκα μέσα μου. Σήκωσε τα μάτια του από το τραπεζάκι που κατασκεύαζε, άφησε τα εργαλεία και σηκώθηκε όρθιος. Κοιταχτήκαμε. Τα μάτια του ήταν καστανά και είχαν μέσα τους μία λάμψη που αναγνώρισα. Όλα σκοτείνιασαν γύρω μου και μου ήρθε μία εικόνα, ένα κοριτσάκι σε ένα κρεβάτι μίας σοφίτας, στο σπίτι κάποιας θείας, φοράει ένα λευκό νυχτικό και διαβάζει πάνω από τα σκεπάσματα και η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ένας άντρας, ψηλός όμορφος, τι κάνει η ελαφίνα μου, ρωτάει, η σοφίτα ξάφνου γίνεται ασφυκτική, το ταβάνι κατεβαίνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μυρίζει παντού πικρολέμονο, το χέρι του άντρα γίνεται ένα τρελό ζώο που κουλουριάζεται επάνω στο κοριτσάκι, αυτό μικραίνει, το χέρι είναι άγριο, οσμίζεται, χώνεται παντού, πόνος, το κοριτσάκι πονάει, μυρωδιά αίματος, κανείς, κανείς αγάπη μου, ψιθυρίζει ο άντρας τόσο γλυκά, τόσο τρυφερά, κανείς δεν θα το μάθει, έλα να σε βοηθήσω να αλλάξεις, να βάλε τις πυτζαμούλες αυτές, δώσε σε μένα την νυχτικιά, όμως τσιμουδιά, ξέχασέ το, δεν συνέβη, η νυχτικιά σκίστηκε κατά λάθος και την πέταξες, εγώ θα τα φροντίσω όλα, εγώ θα σε φροντίζω πάντα.

- Η Ευαγγελία ήταν περίεργη γυναίκα. Εμφανίστηκε μία μέρα στο εργαστήριό μου. Την άκουσα να μπαίνει ενώ ήμουν σκυμμένος και πριόνιζα ένα ξύλο βαλανιδιάς. Αισθάνθηκα την παρουσία της βαθιά στο κορμί μου. Φορούσε σκούρα ρούχα, αυστηρά, είχε τα μαλλιά μαζεμένα σε κότσο. Μπήκε στον χώρο σαν να της ανήκε και τον γέμισε. Ένιωσα κάτι μέσα στο σώμα μου να σπάει σε μικρά κομμάτια, σχεδόν άκουσα τον ήχο .Με φόβισε. Πρώτη φορά μία γυναίκα με φόβισε. Σηκώθηκα όρθιος έτσι ώστε μου έφτανε στο σαγόνι. Κοιταχτήκαμε. Κατάμαυρα τα μάτια της με ρούφηξαν. Και ξαφνικά έγινε κάτι αναπάντεχο, μου ήρθαν εικόνες, ξένες εικόνες όχι από δικές μου μνήμες και για πρώτη φορά στην ζωή μου με κατέκλυσε μία τρυφερότητα, βρεθήκαμε μαζί σε ένα δάσος που μύριζε έντονα πικρολέμονο, τεράστιοι λύκοι μας περικύκλωναν, ξάφνου ήθελα να την αγκαλιάσω και να της πω, θα βρούμε μαζί τον δρόμο για το σπίτι μην στενοχωριέσαι. Αυτή έκανε μεταβολή και έφυγε γρήγορα σαν να την κυνηγούσαν. Εγώ κατέρρευσα. Έκλεισα το εργαστήρι και βγήκα στους δρόμους, περπατούσα γρήγορα προσπαθώντας να συνέλθω.

-Βγήκα στον δρόμο σαν τρελή. Βρήκα ένα μπαρ στην απέναντι γωνία και αν και ήταν νωρίς το απόγευμα άρχισα να πίνω. Θα ψωνίσω κάποιον σκέφτηκα, τίποτε πιο θεραπευτικό από το καλό σεξ, ένα έμβολο μέσα μου και όλα θα ηρεμήσουν και αυτός ο πόνος που ξύπνησε αυτός ο άντρας μέσα μου θα καταλαγιάσει. Ζήτησα ένα ούισκυ, το αλκοόλ άρχισε να ταξιδεύει στο κορμί μου, το ένιωθα να κυλάει στις φλέβες και στις αρτηρίες και να διοχετεύεται όλο το κίτρινο υγρό μέσα στο μυαλό μου έτσι ώστε να μην υπάρχουν στεγανά, όλα τα διαμερίσματα να είναι ολάνοιχτα και να πνιγούν τα τριχωτά εκείνα τέρατα που σέρνονται επάνω μου, να πεθάνω σκέφτηκα, θέλω να πεθάνω και συνειδητοποίησα πόσο παλιά ήταν αυτή η ανάγκη μέσα μου, πόσο διψούσα για αυτή την ανακούφιση της ανυπαρξίας. Τόσο παλιά.

- Περπατούσα γρήγορα και ξαφνικά ένιωσα μία αφόρητη δίψα. Έκανα μεταβολή και κατευθύνθηκα προς το μπαρ απέναντι από το εργαστήριό μου.

- Ξάφνου άνοιξε η πόρτα και εκτυφλωτικό φως χύθηκε παντού μέσα στο σκοτεινό μπαρ. Τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου και να κάθεται δίπλα μου. Αποστόλης, μου είπε. Αυτό είναι το όνομά μου. Ευαγγελία, του είπα.
Μου έπιασε το χέρι σφιχτά. Κι ύστερα, αναπάντεχα, έβαλε το κεφάλι του στα πόδια μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: