9.5.12

H Χοντρή Κυρία θα έρθει απόψε

"Sleeping"-Lucian Freud

        Η Χοντρή Κυρία θα έρθει απόψε. Ακούω τα βήματά της στην στριφογυριστή σκάλα και τον κουδουνιστό ήχο που κάνουν τα κλειδιά στην πελώρια τσέπη της. Ακούω την βαριά ανάσα της να πετάγεται με δυσκολία σαν φίδι από την τρύπα του στόματός της. Παγώνω ολόκληρος. Μικρά σκουλήκια ιδρώτα με κατακλύζουν και γίνομαι μούσκεμα. 
      Ξέρω ότι είναι εδώ, ξέρω ότι ήρθε για μένα. Ξέρω ότι φοράει εκείνο το πλαστικό αδιάβροχο και τις λαστιχένιες μπότες που έχουν φθαρεί στην άκρη. Την φαντάζομαι να μπαίνει στο δωμάτιο, να κάθεται στην καρέκλα απέναντι από το κρεβάτι μου. Βλέπω το χοντρό της σώμα, τις αναρίθμητες πτυχές, το διογκωμένο στήθος με τις πελώριες ρόγες, ακούω το βουβό ουρλιαχτό της, την ανάγκη της να αγαπηθεί. Κάθεται σταυροπόδι και οι λευκοί μηροί της καταλαμβάνουν το δωμάτιο σαν τεράστια σύννεφα. Θα με συνθλίψει. Θα με απορροφήσει μέσα της και θα τελειώσω. 
    Ακούω το κλειδί να στριφογυρίζει ηδονικά στην πόρτα με κοφτούς αναστεναγμούς. Κρατώ το μαχαίρι μου στην χούφτα. Το κρατώ τόσο σφιχτά που σταγόνες αίμα κυλούν πάνω στα άσπρα σεντόνια του κρεβατιού μου. Ύστερα τίποτε. Η σιωπή πέφτει σαν χιόνι στο δωμάτιο. Η Χοντρή Κυρία δεν θα έρθει απόψε. Ήταν ο μεθυσμένος γείτονας της διπλανής πόρτας. Τον ακούω να παραπατάει και να βρίζει.
    Δεν ήμουν πάντα έτσι, δεν ήμουν πάντα αυτός. Αν και υποψιάζομαι ότι ήμουν πάντα έτσι, ότι ήμουν πάντα αυτός. Ωστόσο, υπήρχε μία εποχή στην ζωή μου που η Χοντρή Κυρία δεν είχε εμφανιστεί ακόμα και όλα λειτουργούσαν σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι. Τότε βέβαια δεν έμενα σε άθλιες κάμαρες ξενοδοχείου, αλλά σε ένα όμορφο και φροντισμένο σπίτι στα προάστια. Μου έπαιρνε μισή ώρα για να φτάσω στην δουλειά μου κάθε πρωί. Ήμουν νομικός σύμβουλος σε Τράπεζα και η ζωή μου ήταν προγραμματισμένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Τα είχα όλα. Γυμναστήριο και σάουνα τις καθημερινές, τένις και καταδύσεις τα Σαββατοκύριακα, εκδρομές Πάσχα, Χριστούγεννα και καλοκαίρια. Οι γονείς μου είχαν πεθάνει κι έτσι ζούσα μόνος με την πληρωμένη βοήθεια μίας γυναίκας που φρόντιζε το σπίτι μου. 
      Πάντα υπήρχαν γυναίκες στην ζωή μου. Ήμουν τρυφερός μαζί τους στο κρεβάτι. Όμως ήθελα να φορούν μια μαύρη μάσκα. Δεν το απαιτούσα. Το ζητούσα ευγενικά και οι περισσότερες συμμορφώνονταν. Όταν έκανα έρωτα, ήθελα να βλέπω την μάσκα κι όχι τα πρόσωπά τους. Μία φορά μία γυναίκα έβγαλε την μάσκα στην διάρκεια της πράξης. Έχασα την ψυχραιμία μου. Την άρπαξα γυμνή και την έβγαλα με το ζόρι έξω από το σπίτι μου. Την άκουγα να μυξοκλαίει έξω από την πόρτα μου. Ύστερα από λίγη ώρα της πέταξα τα ρούχα και την τσάντα της. Δεν είμαι περήφανος γι αυτό. Ντρεπόμουν για κάποιο καιρό μετά. Για κάποιο διάστημα μάλιστα σταμάτησα να βγαίνω με γυναίκες. Ύστερα ξανάρχισα. 
     Ήθελα οι γυναίκες με τις οποίες κοιμόμουν να είναι αδύνατες. Ήθελα να νιώθω κάτω από το σώμα μου τα κόκαλά τους, τις αιχμές και τις γωνίες τους. Μου άρεσαν τα εφηβικά σώματα, τα μικρά στήθη, οι ανύπαρκτες κοιλιές. Η μητέρα μου πάλι είχε σώμα πληθωρικό. Με έσφιγγε πάνω της και ένιωθα τον εαυτό μου να εκμηδενίζεται μέσα στην αγκαλιά της. Την λάτρευα. Ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος σε εμπορικά πλοία. Έτσι με την μαμά μου μοιραζόμασταν τα πάντα. Μέχρι τα δώδεκά μου πολλές φορές γλιστρούσα δίπλα της στο διπλό κρεβάτι. Όταν όμως γυρνούσε ο πατέρας μου από τα ταξίδια κι έμενε για λίγο διάστημα στο σπίτι, όλα άλλαζαν. Κυρίως όμως άλλαζαν τα βράδια μου. Κοιμόμουν μόνος στην μικρή μου κάμαρα και άκουγα τα βογγητά του πατέρα μου και δάγκωνα το μαξιλάρι για να μην μπω μέσα στην κρεβατοκάμαρα και αποσπάσω το μεγαλόσωμο και μαλλιαρό αυτό ξένο κορμί από το μαλακό και παθητικό σώμα που λάτρευα και θεωρούσα δικό μου.
        Ύστερα όταν έγινα δώδεκα χρόνων πια, ο πατέρας μου άφησε τα καράβια για να δουλέψει στα γραφεία της εταιρείας. Τελείωσαν τα ταξίδια, η χαρά, η ένωση και η παρουσία του έφερε την μεγαλύτερη απουσία στην ζωή μου. Η μητέρα μου έγινε ξαφνικά ένα ξένο νησί, μία μητρόπολη που την απέσπασαν βίαια από την αποικία της. Τότε ήταν που το κορμί της, αυτό το οικείο ζωντανό και ζεστό σύμπαν με τις τόσες αποχρώσεις και μυρωδιές, άρχισε να με απωθεί. Την έβλεπα στο πρωινό να φοράει την γνωστή γαλάζια της ρόμπα που τόσο πολύ μου άρεζε να μυρίζω και δεν άντεχα να βλέπω το μεγάλο στήθος της να ξεχειλίζει από τα κουμπιά που προσπαθούσαν να το τιθασεύσουν. Όλα εκείνα τα ευωδιαστά βουναλάκια ρευστής σάρκας που τόσο με μάγευαν και με έκαναν να θέλω να χωθώ μέσα τους, έγιναν ξαφνικά εχθρικά κύματα μίας παλίρροιας που απειλούσε να με πνίξει. 
       Έτσι σκότωσα την μητέρα μου. Είμαι πια σίγουρος ότι καταλάβαινε την απέχθεια που ένιωθα στο γλιστερό της άγγιγμα. Είμαι σίγουρος ότι ένιωθε την αποστροφή που καθρεφτιζόταν στο βλέμμα μου, όταν την έβλεπα κάποιες φορές μισόγυμνη στο σπίτι. Άρχισε να αποφεύγει να με αγγίζει και κυκλοφορούσε στο σπίτι με το σώμα πάντα καλυμμένο. Ύστερα έπαθε καρκίνο. Πέθανε μέσα σε έναν μήνα. Η μητέρα μου πέθανε, ενώ άρχιζε η εφηβεία μου. Ήμουν τότε δέκα τριών. Ο πατέρας μου μπάρκαρε ξανά. Εγώ μεγάλωσα με την γιαγιά μου, μία σκεβρωμένη γυναίκα που απέπνεε κακία από όλους τους πόρους του αξιολύπητου κορμιού της. Στα δεκαοκτώ μου έφυγα να σπουδάσω σε άλλη πόλη. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Οδηγούσε πιωμένος.
       Τελείωσα την Νομική, μπήκα στο νομικό τμήμα της Τράπεζας, δούλεψα σκληρά και διέπρεψα. 
      Η πρώτη φορά που έκανα έρωτα με γυναίκα, ήταν με μία πόρνη που μου θύμιζε την μητέρα μου. Ήμουν είκοσι πέντε χρονών. Την παρακάλεσα να φορέσει μία μαύρη μάσκα που είχα από τις Απόκριες. Το έκανε πρόθυμα. Δεν μπόρεσα ποτέ να ολοκληρώσω. Από τότε διαλέγω γυναίκες αδύνατες, κοκαλιάρες σχεδόν. 
     Ύστερα στα σαράντα μου, γνώρισα την Αντιγόνη. Και τώρα που το σκέφτομαι ήταν η Αντιγόνη που άνοιξε την πόρτα και καλωσόρισε την Χοντρή Κυρία στην ζωή μου. Πριν από αυτό όμως, η Αντιγόνη έφερε τα ποιήματα. Δεν με ρώτησαν. Μπήκαν στην ζωή μου από μία κερκόπορτα που νόμιζα για πάντα σφραγισμένη. Πάντα λάτρευα τις λέξεις. Η μητέρα μου, τις καλές εποχές που ζούσαμε μόνοι μαζί, μου διάβαζε ποίηση και δεν καταλάβαινα πάντα το νόημα, όμως ξαφνικά έμπαινα σε μία μήτρα που είχε δικούς της ήχους και διαδρόμους βελούδινους και λαβύρινθους και νότες και χρώματα και πόνο και νοσταλγία. Η ποίηση ήταν πάντα για μένα μία γυναίκα, η μόνη γυναίκα που αγάπησα εκτός από την Αντιγόνη.
       Η Αντιγόνη ήταν ποιήτρια. Επίσης είχε ένα κατάστημα με πουκάμισα απέναντι από την δουλειά μου. Αγαπούσε την δουλειά της και αγαπούσε τα πουκάμισα. Τα άγγιζε με τρυφερότητα, τα χάιδευε, έστρωνε τις πτυχές τους, τους μιλούσε. Ήξερε κάθε τους ιδιαιτερότητα, κάθε τους παραξενιά, τον τρόπο που έστρωνε αυτός ο τύπος πουκάμισου, τον τρόπο που κούμπωνε ο άλλος, την τσάκιση στο γιακαδάκι του ενός, το ελαφρό σακούλιασμα στην πλάτη του άλλου. Τα έβγαζε με λαχτάρα από τις πλαστικές τους σακούλες και τα άνοιγε, έτσι για να αναπνεύσουν λίγο, όπως έλεγε. Ψώνιζα τα πουκάμισα μου πάντα από εκεί, μόνο και μόνο για την ιεροτελεστία της επιλογής. Μια μέρα μου έδειξε αυτό που έγραφε, όταν μπήκα μέσα στο κατάστημά της. Ήταν ένα ποίημα. Το διάβασα και δεν της είπα τίποτα. Όμως τώρα που το σκέφτομαι εκείνη ακριβώς την στιγμή, στο κατάστημα της Αντιγόνης, ανάμεσα στα βαμβακερά και στα μεταξωτά πουκάμισα που μας περιτριγύριζαν, άνοιξε η πρώτη ρωγμή μέσα μου.
      Ύστερα από αυτό, τίποτε δεν ήταν πια το ίδιο. Γύρισα στο σπίτι και δεν πήγα πουθενά, δεν βγήκα το βράδυ, δεν πήγα την άλλη μέρα στην δουλειά. Ξαφνικά έγινα ο ξενιστής και το ποίημα το παράσιτό μου. Άρχισε να ζει μέσα μου και να τρέφεται από το μυαλό και τις σάρκες μου. Ύστερα γέννησε διάφανα αυγά που εκκολάφτηκαν μέσα μου και σαν κοφτερά ξυράφια άρχισαν να κόβουν την ψυχή μου. Ένιωσα κάτι να σαλεύει και την τελευταία μέρα μιας εβδομάδας απόλυτου εγκλεισμού και σιωπής άρχισα να γράφω. 
     Στην αρχή οι λέξεις έβγαιναν πηχτές και ματωμένες, γλιστρούσαν πάνω στο χαρτί σαν μωρά και άφηναν κόκκινους λεκέδες παντού. Ύστερα άρχισαν να γίνονται πιο κατανοητές, σχημάτιζαν ποιήματα, έγραφα ερωτικά ποιήματα για μια γυναίκα. Και τότε κατάλαβα ότι είχα ερωτευτεί την Αντιγόνη και για πρώτη φορά στα σαράντα μου χρόνια άρχισα να γράφω ποίηση.
     Η Αντιγόνη ήταν άσχημη. Ήταν παχουλή με ένα καθόλου αρμονικό σώμα που δεν έμπαινε στον κόπο να το κρύψει, είχε πολύ μικρά μάτια και μεγάλο στόμα που δεν ταίριαζε στο πρόσωπό της. Ωστόσο δεν είχε καμία επίγνωση της ασχήμιας της και νομίζω ότι απλώς δεν την αφορούσε. Το μυστικό της Αντιγόνης ήταν ότι έμπαινε μέσα στην ψυχή του άλλου, την ανίχνευε και έβγαζε στην επιφάνεια την παγωμένη του τρυφερότητα, την θέρμανε και την ρευστοποιούσε. Οι άντρες την ερωτεύονταν, αυτή όμως τους αντιμετώπιζε με μία μητρική συγκατάβαση και κρατούσε την δική της ψυχή ανέπαφη και μοναχική.
     Έκανα έρωτα με την Αντιγόνη το πρώτο βράδυ που βγήκαμε έξω μαζί. Πήγαμε σπίτι της, γδυθήκαμε και πέσαμε στο κρεβάτι. Και μόλις αγκάλιασα το μαλακό κορμί της έγινα ξαφνικά ένα μικρό αγόρι που η μαμά του έχει μόλις πεθάνει και ήρθαν ξαφνικά εικόνες από πράγματα παλιά και ξεχασμένα, ένα μεσοφόρι της μαμάς παρατημένο σε μία καρέκλα, ένα κατακόκκινο κραγιόν της σαν αναπάντεχη τουλίπα στο βάθος ενός συρταριού, ένα σπασμένο μαργαριταρένιο κολιέ, μία βούρτσα από όνυχα κάτω από τον καθρέφτη, ένα φόρεμα μαύρο με άσπρο γιακά, ένα ελαφρύ άρωμα από σάπια φύλλα και λευκά τριαντάφυλλα, γεύση από ζεστή σοκολάτα, όλα αυτά που έχασα και δεν μπόρεσα ποτέ μου να πενθήσω. Η Αντιγόνη όση ώρα έκλαιγα, έμενε ακίνητη και σιωπηλή και το λευκό κορμί της έτσι όπως φέγγιζε μέσα στο σκοτάδι έγινε το πιο όμορφο και ιερό πράγμα που είχα δει ποτέ στην ζωή μου.
     Εκείνο το βράδυ, αφού πήγα σπίτι της την Αντιγόνη και επέστρεψα μόνος σπίτι μου, δέχτηκα την πρώτη επίσκεψη της Χοντρής Κυρίας. Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι κι ένιωθα ευάλωτος και ανοιχτός, όταν ένιωσα μία παρουσία δίπλα μου. Με τρεμάμενα δάχτυλα άνοιξα το φως και τότε την είδα. Τόσο θηλυκή με τις τεράστιες καμπύλες της, τόσο αδηφάγα και απαιτητική, τόσο καταστροφική και άπληστη, πεινασμένη για σάρκα, μια γυναίκα Θεά που ζητάει να καταπιεί, να σπείρει τον όλεθρο και την καταστροφή, να γεννήσει, να κυοφορήσει μικρά έμβρυα μέσα στο πελώριο κορμί της. Άρχισα να ουρλιάζω κι αυτή εξαφανίστηκε, αθόρυβα όπως είχε έρθει.
     Η Αντιγόνη με έπιασε στο κρεβάτι με μια άλλη γυναίκα. Της είχα πια δώσει κλειδιά του σπιτιού μου, όμως ποτέ δεν τα είχε χρησιμοποιήσει ως τότε. Ωστόσο εκείνη την ημέρα είχα τα γενέθλιά μου. Γινόμουν σαράντα δύο και ήρθε σπίτι κρυφά για να μου φέρει μία τούρτα με κεράκια για έκπληξη. Πιστεύω ότι δεν την σόκαρε τόσο το γυμνό κορμί στο κρεβάτι μου, όσο η μαύρη μάσκα που φορούσε. Δεν έκλαψε, ούτε έκανε σκηνή. Απλώς εξαφανίστηκε από την ζωή μου. 
      Πάλεψα για να την κρατήσω. Επί έναν μήνα, πήγαινα στο κατάστημά της κάθε μέρα. Ήταν εκεί και δεν ήταν. Tην ένιωθα να ξεγλιστρά και να απομακρύνεται, παρακολουθούσα τα μάτια της να ψυχραίνουν και να αποχωρούν, καθώς οι σκιές στο πρόσωπό της πύκνωναν. Ένα βράδυ, την είδα να φεύγει και την ακολούθησα. Την στρίμωξα σε ένα στενό. Άρχισα να την φιλώ στο λαιμό, ενώ τα χέρια μου πασπάτευαν το κορμί της. Δεν αντιστάθηκε, ούτε ανταποκρίθηκε. Ήξερα ότι θα μπορούσα να συνεχίσω και ότι αυτή δεν θα με σταματούσε. Όμως η Αντιγόνη δεν ήταν πια εκεί και το ξέραμε και οι δύο. Την άφησα κι άρχισα να τρέχω. Έκλαιγα και ούρλιαζα. Εκείνη την νύχτα σκέφτηκα να πεθάνω. Ύστερα από αυτό δεν ξαναπάτησα στο κατάστημα με τα πουκάμισα. 
     Όμως τώρα πια μέσα μου υπήρχε μία δίοδος, μια ουλή. Το γράψιμο έγινε εμμονή. Έγραφα παντού, στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, στην δουλειά, στα μπαρ. Παραιτήθηκα από την δουλειά μου, ξυπνούσα μέσα στην νύχτα κι έγραφα. Στίχους, πεζά, κατεβατά ολόκληρα από λέξεις. Τις μέρες μονολογούσα ποιήματα, πήγαινα να ψωνίσω με τις τσέπες μου γεμάτες χαρτιά, στο κεφάλι μου υπήρχαν τόσα πολλά που έπρεπε να γραφούν, τόσα πολλά ζωντανά κομμάτια που διεκδικούσαν μία πιθαμή χαρτιού.
     Πούλησα το σπίτι μου κι έφυγα. Από τότε ζω σε δωμάτια ξενοδοχείου και κοιμάμαι πάντα με τον τρόμο αγκαλιά. 
Ξέρω ότι η Χοντρή κυρία ελλοχεύει στο σκοτάδι. Ξέρω ότι είναι ζήτημα χρόνου να αναδυθεί και να μπει στην κάμαρά μου. Ναι, η Χοντρή Κυρία θα έρθει για μένα. Θα με συντρίψει και θα με καταπιεί. Γιατί έχω ένα μαχαίρι κάτω από το μαξιλάρι μου κι ένα μολύβι στο χέρι, γιατί γράφω με αίμα και με φρίκη και γιατί ποτέ κανείς δεν γλίτωσε από την Ποίηση.

Δημοσιευμένο στο περιοδικό "ΕΝΕΚΕΝ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: