ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ ἔπεσε ἀπὸ τὸ χέρι μου καὶ ἔσπασε σὲ μικρὰ κομμάτια. Τὸ χέρι μου ἔκανε μερικὲς σπασμωδικὲς κινήσεις, σὰν ψάρι ἔξω ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ παλεύει νὰ ἀναπνεύσει, τὰ γόνατά μου στάχυα εὔθραυστα ἔσπασαν στὰ δύο καὶ σωριάστηκα κάτω. Εἶχα πέσει πάλι.
Μοῦ συνέβαινε. Τὸν τελευταῖο καιρό. Ὅλο καὶ πιὸ συχνά. Νὰ πέφτω ἀπροειδοποίητα κάτω. Χωρὶς λόγο, χωρὶς ἀφορμή, χωρὶς κὰν κάποιο πρόβλημα ὑγείας. Κάθε φορὰ ποὺ πέφτω βιώνω μία ἐμπειρία θανάτου καὶ ἐγκαταλείπομαι στὸ κενό.
Εἶμαι τριάντα πέντε χρόνων, ἐπιτυχημένη στὴν δουλειά μου. Ἕνα κορίτσι, ἑπτὰ ἐτῶν. Σύζυγος δικηγόρος. Εὐτυχισμένος γάμος. Ὣς τώρα στὴν ζωή μου ὅλα εἶχαν μία συνοχή, μία τάξη. Ποτὲ ὣς τώρα δὲν ἔπεφτα. Οἱ διαρκεῖς μου πτώσεις εἶναι τὸ μικρὸ ἐλάττωμα, ἡ παρένθεση στὴν ἄψογη ζωή μου.
— Ἔπεσε μπροστά μου. Τὴν στιγμὴ ποὺ μέσα στὸ μυαλό μου χόρευαν οἱ στίχοι τοῦ καινούργιου τραγουδιοῦ ποὺ συνέθετα. Τὴν εἶδα νὰ καταρρέει ξαφνικὰ στὴν μέση τοῦ δρόμου καὶ εἶχε κάτι τὸ ἐντελῶς εὐάλωτο ὁ τρόπος ποὺ σωριάστηκε. Τὴν βοήθησα νὰ σηκωθεῖ. Πολὺ τρυφερὰ τῆς παραμέρισα τὰ μαλλιὰ ἀπὸ τὸ μέτωπο. Τὴν ἀγκάλιασα. «Μένω λίγο πιὸ κάτω» τῆς εἶπα. «Θέλεις νὰ πᾶμε σπίτι μου;».
Οἱ λέξεις βγῆκαν μόνες τους ἀπὸ τὸ στόμα μου καὶ μόλις τὶς ξεστόμισα τὶς ἄκουσα νὰ πέφτουν μὲ γδοῦπο πάνω στὸ πλακόστρωτο. Μὲ κοίταξε τρομαγμένη. Εἶχα ὅμως τὴν αἴσθηση ὅτι ἐκείνη τὴν στιγμὴ θὰ δεχόταν ὁτιδήποτε τῆς πρότεινα. Ἔγειρε πάνω μου. Ἔνιωσα τὸ κορμί της μαλακὸ καὶ ὑποχωρητικό. Ἀνασήκωσε τὸ πρόσωπό της καὶ ἀκούμπησε τὰ χείλη της στὸ λαιμό μου. Ἡ ἀνάσα της χαράκωσε τὸ δέρμα μου, ὁ λαιμός μου γέμισε μικρὲς ρυτίδες χαρᾶς. Τὴν φίλησα. Σταθήκαμε ἐκεῖ στὴν μέση του δρόμου, ἕνας ἄντρας καὶ μία γυναίκα, στὴν μέση δύο κόσμων, στὴν μέση ἑνὸς σύμπαντος ἐχθρικοῦ, γύρω μας σκοτάδι, μόνο μουσική, ἡ μουσικὴ μὲ κατέκλυσε ταυτόχρονα μὲ τὸ φιλί μας, μιὰ μουσικὴ τοῦ δάσους, ἄγρια, ἐκκωφαντική, μὲ ὅλα τα κρουστὰ καὶ τὰ πνευστὰ ὄργανα σὲ μία κορύφωση μαζὶ καὶ τὰ χείλη της πύλη καὶ ἄβυσσος καὶ γαλαξίας καὶ σκοτάδι, μαλακά, ἁλμυρά, καυτὰ κι ἐγὼ ὁ Γεράσιμος Παπαλεξίου, ἐκεῖ, στὴν μέση του δρόμου, τὸ ἀπόγευμα τῆς 23 Μαρτίου τοῦ 2010 καὶ ὥρα 7.30 χάθηκα γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ζωή μου μέσα σὲ μία γυναίκα.
— Ὡς δικηγόρος ἔχω δεῖ καὶ ἀκούσει πολλὰ στὴν ζωή μου καὶ λίγα πράγματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἀνθρώπινη φύση μποροῦν νὰ μὲ σοκάρουν. Σπάνια γίνομαι ἕρμαιο τῶν συναισθημάτων μου καὶ ἀκόμα σπανιότερα ἀφήνω ὁποιοδήποτε πάθος νὰ κυριαρχήσει στὴν ὀρθή μου κρίση. Ἡ Ἑλένη, ἡ γυναίκα μου, μὲ κατηγορεῖ πολλὲς φορὲς γιὰ ψυχρότητα. Παρόλα αὐτὰ ἡ σχέση μας εἶναι ἁρμονικὴ καὶ ἡ ζωή μας ἤρεμη καὶ ἀσφαλής. Δὲν σκέφτηκα ποτὲ νὰ πάω μὲ μιὰ ἄλλη γυναίκα. Τὸ θεωρῶ ἔλλειψη διακριτικότητας ἢ καλοῦ γούστου, ἕνα εἶδος ἀπρέπειας (ὅπως τὸ νὰ σκαλίζει κανεὶς γιὰ παράδειγμα τὴν μύτη του δημόσια) πρὸς τὸν ἴδιο μου τὸν ἑαυτό.
Ὅταν εἶδα τὴν Ἑλένη νὰ φιλιέται στὴν μέση τοῦ δρόμου μὲ ἕναν ἄλλο ἄντρα δὲν τὴν ἀναγνώρισα. Ὡστόσο σταμάτησα νὰ περπατῶ, ἀκούμπησα σὲ ἕναν στύλο τῆς ΔΕΗ καὶ συνέχισα νὰ κοιτῶ. Αὐτὴ ἡ μελαχρινή, λεπτὴ γυναίκα μὲ τὸ ρολόι ἴδιο μὲ τῆς γυναίκας μου νὰ ἀστράφτει στὸ δεξί της χέρι, μὲ τὰ μαλλιὰ κομμένα κοντὰ καρὲ στὸ ὕψος τοῦ λαιμοῦ, αὐτὴ ἡ γυναίκα ποὺ κρεμιέται πάνω σε ἕναν ἄλλο ἄντρα, νέο, ψηλό, ἀδύνατο καὶ ἐλαφρὰ καμπουριαστό, αὐτὴ ἡ γυναίκα τόσο γνώριμη καὶ τόσο ἄγνωστη, ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ γυναίκα;
Καὶ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ποὺ εἶδα τὴν γυναίκα μου στὴν μέση τοῦ δρόμου στὴν ἀγκαλιὰ ἑνὸς ἄλλου ἄντρα ἔνιωσα ξαφνικὰ πὼς ποτὲ δὲν τὴν πόθησα τόσο παράφορα, τόσο ἀπόλυτα, τόσο ἀπεγνωσμένα ὅσο τὸ δευτερόλεπτο πρὶν πέσω στὸν γκρεμό.
Κι ὕστερα δὲν θυμᾶμαι, ξάφνου ἤμουν ἐγὼ ἐκεῖ σε μιὰ σπηλιὰ μὲ ἕνα τομάρι ζώου κρεμασμένο στοὺς ὤμους καὶ ἦταν ἐκεῖ ὁ ἄλλος ποὺ ἔπρεπε νὰ πεθάνει γιὰ νὰ ζήσω ἐγὼ καὶ ὅρμησα πάνω στὸν ἄντρα καὶ στὴν γυναίκα, καὶ ἡ Ἑλένη ἄρχισε νὰ φωνάζει, ὅμως ἐγὼ δὲν ἤμουν ἐκεῖ, ὅλα ἦταν κόκκινα καὶ εἶχα τὰ χέρια μου στὸν λαιμὸ τοῦ ἄντρα κι αὐτὸς εἶχε τὰ μάτια κλειστὰ καὶ ἡ Ἑλένη τσίριζε καὶ ἔνιωσα χέρια ποὺ μὲ τράβηξαν καὶ μὲ ἀπομάκρυναν κι ὕστερα ὅλα σκοτείνιασαν.
— Ἤθελα νὰ σὲ πάρω τηλέφωνο, τοῦ εἶπε ἡ ξένη γυναίκα, ἡ γυναίκα του, τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Ὅταν ἔπεσα κάτω, ἤθελα νὰ σὲ πάρω τηλέφωνο. Ὅμως φοβήθηκα πὼς δὲν θὰ ἐρχόσουν.
Δημοσιευμένο στο περιοδικό "Πλανόδιον", τ.51, Δεκέμβριος 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου