9.5.12

H πτώση


ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ ἔ­πε­σε ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι μου καὶ ἔ­σπα­σε σὲ μι­κρὰ κομ­μά­τια. Τὸ χέ­ρι μου ἔ­κα­νε με­ρι­κὲς σπα­σμω­δι­κὲς κι­νή­σεις, σὰν ψά­ρι ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ ποὺ πα­λεύ­ει νὰ ἀ­να­πνεύ­σει, τὰ γό­να­τά μου στά­χυ­α εὔ­θραυ­στα ἔσπα­σαν στὰ δύ­ο καὶ σω­ρι­ά­στη­κα κά­τω. Εἶ­χα πέ­σει πά­λι.

       Μοῦ συ­νέ­βαι­νε. Τὸν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρό. Ὅ­λο καὶ πιὸ συ­χνά. Νὰ πέφτω ἀ­προ­ει­δο­ποί­η­τα κά­τω. Χωρὶς λό­γο, χω­ρὶς ἀ­φορ­μή, χω­ρὶς κὰν κάποι­ο πρό­βλη­μα ὑ­γεί­ας. Κά­θε φορὰ ποὺ πέ­φτω βι­ώ­νω μί­α ἐμπει­ρί­α θανά­του καὶ ἐγ­κα­τα­λεί­πο­μαι στὸ κε­νό.

      Εἶ­μαι τριά­ντα πέν­τε χρό­νων, ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νη στὴν δου­λειά μου. Ἕ­να κο­ρί­τσι, ἑ­πτὰ ἐ­τῶν. Σύ­ζυ­γος δικη­γό­ρος. Εὐ­τυ­χι­σμέ­νος γά­μος. Ὣς τώ­ρα στὴν ζω­ή μου ὅ­λα εἶ­χαν μί­α συ­νο­χή, μί­α τά­ξη. Πο­τὲ ὣς τώρα δὲν ἔ­πε­φτα. Οἱ δια­ρκεῖς μου πτώ­σεις εἶ­ναι τὸ μι­κρὸ ἐ­λάτ­τω­μα, ἡ πα­ρέν­θε­ση στὴν ἄ­ψο­γη ζω­ή μου.

      — Ἔ­πε­σε μπρο­στά μου. Τὴν στιγ­μὴ ποὺ μέ­σα στὸ μυα­λό μου χό­ρευ­αν οἱ στί­χοι τοῦ και­νούρ­γιου τραγου­διοῦ ποὺ συ­νέ­θε­τα. Τὴν εἶ­δα νὰ κα­ταρ­ρέ­ει ξαφ­νι­κὰ στὴν μέ­ση τοῦ δρό­μου καὶ εἶ­χε κά­τι τὸ ἐντελῶς εὐ­ά­λω­το ὁ τρό­πος ποὺ σω­ρι­ά­στη­κε. Τὴν βο­ή­θη­σα νὰ ση­κω­θεῖ. Πο­λὺ τρυ­φε­ρὰ τῆς πα­ρα­μέ­ρι­σα τὰ μαλ­λιὰ ἀ­πὸ τὸ μέ­τω­πο. Τὴν ἀγ­κά­λια­σα. «Μέ­νω λί­γο πιὸ κά­τω» τῆς εἶ­πα. «Θέ­λεις νὰ πᾶ­με σπί­τι μου;­».

       Οἱ λέ­ξεις βγῆ­καν μό­νες τους ἀ­πὸ τὸ στό­μα μου καὶ μό­λις τὶς ξε­στό­μι­σα τὶς ἄ­κου­σα νὰ πέ­φτουν μὲ γδοῦ­πο πά­νω στὸ πλα­κό­στρω­το. Μὲ κοί­τα­ξε τρο­μαγ­μέ­νη. Εἶ­χα ὅ­μως τὴν αἴ­σθη­ση ὅ­τι ἐ­κεί­νη τὴν στιγ­μὴ θὰ δε­χό­ταν ὁ­τι­δή­πο­τε τῆς πρό­τει­να. Ἔ­γει­ρε πά­νω μου. Ἔ­νι­ω­σα τὸ κορ­μί της μα­λα­κὸ καὶ ὑ­πο­χω­ρη­τι­κό. Ἀ­να­σή­κω­σε τὸ πρό­σω­πό της καὶ ἀ­κούμ­πη­σε τὰ χεί­λη της στὸ λαι­μό μου. Ἡ ἀ­νά­σα της χα­ρά­κω­σε τὸ δέρμα μου, ὁ λαι­μός μου γέ­μι­σε μι­κρὲς ρυ­τί­δες χα­ρᾶς. Τὴν φί­λη­σα. Στα­θή­κα­με ἐ­κεῖ στὴν μέ­ση του δρόμου, ἕ­νας ἄν­τρας καὶ μί­α γυ­ναί­κα, στὴν μέ­ση δύ­ο κό­σμων, στὴν μέ­ση ἑ­νὸς σύμ­παν­τος ἐ­χθρι­κοῦ, γύρω μας σκο­τά­δι, μό­νο μου­σι­κή, ἡ μου­σι­κὴ μὲ κα­τέ­κλυ­σε ταυ­τό­χρο­να μὲ τὸ φι­λί μας, μιὰ μου­σι­κὴ τοῦ δάσους, ἄ­γρια, ἐκ­κω­φαν­τι­κή, μὲ ὅ­λα τα κρου­στὰ καὶ τὰ πνευ­στὰ ὄρ­γα­να σὲ μί­α κο­ρύ­φω­ση μα­ζὶ καὶ τὰ χείλη της πύ­λη καὶ ἄ­βυσ­σος καὶ γα­λα­ξί­ας καὶ σκο­τά­δι, μα­λα­κά, ἁλ­μυ­ρά, καυ­τὰ κι ἐ­γὼ ὁ Γε­ρά­σι­μος Παπαλεξί­ου, ἐκεῖ, στὴν μέ­ση του δρό­μου, τὸ ἀ­πό­γευ­μα τῆς 23 Μαρ­τί­ου τοῦ 2010 καὶ ὥ­ρα 7.30 χά­θη­κα γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴν ζω­ή μου μέ­σα σὲ μί­α γυ­ναί­κα.

      — Ὡς δι­κη­γό­ρος ἔ­χω δεῖ καὶ ἀ­κού­σει πολ­λὰ στὴν ζω­ή μου καὶ λί­γα πράγ­μα­τα ποὺ ἀ­φο­ροῦν τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση μπο­ροῦν νὰ μὲ σο­κά­ρουν. Σπά­νια γί­νο­μαι ἕρ­μαι­ο τῶν συ­ναι­σθη­μά­των μου καὶ ἀκόμα σπα­νι­ό­τε­ρα ἀ­φή­νω ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε πά­θος νὰ κυ­ρι­αρ­χή­σει στὴν ὀρ­θή μου κρί­ση. Ἡ Ἑ­λέ­νη, ἡ γυναί­κα μου, μὲ κα­τη­γο­ρεῖ πολ­λὲς φο­ρὲς γιὰ ψυ­χρό­τη­τα. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ ἡ σχέ­ση μας εἶ­ναι ἁρ­μο­νι­κὴ καὶ ἡ ζω­ή μας ἤ­ρε­μη καὶ ἀ­σφα­λής. Δὲν σκέ­φτη­κα πο­τὲ νὰ πά­ω μὲ μιὰ ἄλ­λη γυ­ναί­κα. Τὸ θε­ω­ρῶ ἔλλει­ψη διακριτι­κό­τη­τας ἢ κα­λοῦ γού­στου, ἕ­να εἶ­δος ἀ­πρέ­πειας (ὅ­πως τὸ νὰ σκα­λί­ζει κα­νεὶς γιὰ παρά­δειγ­μα τὴν μύ­τη του δη­μό­σια) πρὸς τὸν ἴ­διο μου τὸν ἑ­αυ­τό.

      Ὅ­ταν εἶ­δα τὴν Ἑ­λέ­νη νὰ φι­λι­έ­ται στὴν μέ­ση τοῦ δρό­μου μὲ ἕ­ναν ἄλ­λο ἄν­τρα δὲν τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­σα. Ὡ­στό­σο στα­μά­τη­σα νὰ περ­πα­τῶ, ἀ­κούμ­πη­σα σὲ ἕ­ναν στύ­λο τῆς ΔΕ­Η καὶ συ­νέ­χι­σα νὰ κοι­τῶ. Αὐ­τὴ ἡ με­λα­χρι­νή, λε­πτὴ γυ­ναί­κα μὲ τὸ ρο­λό­ι ἴ­διο μὲ τῆς γυ­ναί­κας μου νὰ ἀ­στρά­φτει στὸ δε­ξί της χέ­ρι, μὲ τὰ μαλ­λιὰ κομ­μέ­να κον­τὰ κα­ρὲ στὸ ὕ­ψος τοῦ λαι­μοῦ, αὐ­τὴ ἡ γυ­ναί­κα ποὺ κρε­μι­έ­ται πά­νω σε ἕ­ναν ἄλ­λο ἄν­τρα, νέ­ο, ψη­λό, ἀ­δύ­να­το καὶ ἐ­λα­φρὰ καμ­που­ρια­στό, αὐ­τὴ ἡ γυ­ναί­κα τό­σο γνώ­ρι­μη καὶ τό­σο ἄγνωστη, ποι­ά εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ γυ­ναί­κα;

      Καὶ ἐ­κεί­νη τὴν στιγ­μὴ ποὺ εἶ­δα τὴν γυ­ναί­κα μου στὴν μέ­ση τοῦ δρό­μου στὴν ἀγ­κα­λιὰ ἑ­νὸς ἄλ­λου ἄν­τρα ἔ­νι­ω­σα ξαφ­νι­κὰ πὼς πο­τὲ δὲν τὴν πό­θη­σα τό­σο πα­ρά­φο­ρα, τό­σο ἀ­πό­λυ­τα, τό­σο ἀ­πε­γνω­σμέ­να ὅ­σο τὸ δευ­τε­ρό­λε­πτο πρὶν πέ­σω στὸν γκρε­μό.

      Κι ὕ­στε­ρα δὲν θυ­μᾶ­μαι, ξάφ­νου ἤ­μουν ἐ­γὼ ἐ­κεῖ σε μιὰ σπη­λιὰ μὲ ἕ­να το­μά­ρι ζώ­ου κρε­μα­σμέ­νο στοὺς ὤ­μους καὶ ἦ­ταν ἐ­κεῖ ὁ ἄλ­λος ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ πε­θά­νει γιὰ νὰ ζή­σω ἐ­γὼ καὶ ὅρ­μη­σα πά­νω στὸν ἄν­τρα καὶ στὴν γυ­ναί­κα, καὶ ἡ Ἑ­λέ­νη ἄρ­χι­σε νὰ φω­νά­ζει, ὅ­μως ἐ­γὼ δὲν ἤ­μουν ἐ­κεῖ, ὅ­λα ἦ­ταν κόκ­κι­να καὶ εἶ­χα τὰ χέ­ρια μου στὸν λαι­μὸ τοῦ ἄν­τρα κι αὐ­τὸς εἶ­χε τὰ μά­τια κλει­στὰ καὶ ἡ Ἑ­λέ­νη τσί­ρι­ζε καὶ ἔνι­ω­σα χέ­ρια ποὺ μὲ τρά­βη­ξαν καὶ μὲ ἀ­πο­μά­κρυ­ναν κι ὕ­στε­ρα ὅ­λα σκο­τεί­νια­σαν.


      — Ἤ­θε­λα νὰ σὲ πά­ρω τη­λέ­φω­νο, τοῦ εἶ­πε ἡ ξέ­νη γυ­ναί­κα, ἡ γυ­ναί­κα του, τὴν ὥ­ρα τοῦ φα­γη­τοῦ. Ὅ­ταν ἔ­πε­σα κά­τω, ἤ­θε­λα νὰ σὲ πά­ρω τη­λέ­φω­νο. Ὅ­μως φο­βή­θη­κα πὼς δὲν θὰ ἐρ­χό­σουν.

 Δημοσιευμένο στο περιοδικό "Πλανόδιον", τ.51, Δεκέμβριος 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: