Στον Γιώργο Χ. Θεοχάρη
Στον ελεύθερό της χρόνο
έπλεκε μαύρη δαντέλα
που η μία της πλευρά
τέλειωνε σε γλώσσες όπως κύμα.
Η βελόνα είχε στρογγυλή αιχμή
και το τούλι στριφογύριζε αμήχανο στα χέρια.
Όσο αυτή έπλεκε,
μία άλλη γυναίκα γδυνόταν στον καθρέφτη.
Πέρασαν εκατό χρόνια από τότε,
αυτή έγραφε με κονδυλοφόρο
και μελάνι γαλάζιο να αχνίζει
και η άλλη γυναίκα
με μαύρο δαντελένιο φόρεμα
χόρευε μες στο σκοτάδι.
Κοριτσάκι μου, είπε έξαφνα αυτός,
και οι δύο γυναίκες στράφηκαν απότομα
και ενώθηκαν σε μία
η θάλασσα όρμησε στο σπίτι
πάνω σε ένα σκοινί έξω στην αυλή
ρούχα που μοσχοβολούν
κουκουνάρες και λεμόνι
και πέρα στο βάθος
προβάλλει το πλοίο του Θησέα
με μία λευκή δαντέλα στο κατάρτι.
Δημοσιευμένο στο περιοδικό ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ, τ. 63-64
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου