6.12.11

Τα κόκκινα κεράσια

© bob photography
Ανέκαθεν τα κόκκινα κεράσια μου θύμιζαν θάνατο.
Η μητέρα μου δεν έζησε αρκετά για να δει τους τεράστιους πίνακες στην πρώτη ατομική μου έκθεση. Το θέαμα, ακόμα και για μένα, ήταν τρομακτικό. Οι εφιάλτες μου είχαν πάρει σάρκα και οστά. Τα κεράσια απλωμένα σε όλη την μικρή γκαλερί σκέπαζαν τα πάντα με το αίμα τους. Οι τοίχοι είχαν γίνει κατακόκκινοι. Οι άνθρωποι ψιθύριζαν ανήσυχοι. Ήμουν σίγουρος ότι φεύγοντας θα κοίταζαν πίσω τους για να δουν αν τα παπούτσια τους άφηναν ματωμένα ίχνη.
Κάθε φορά που βλέπω κεράσια θυμάμαι. Τα άσπρα αδύνατα
δάχτυλά της που έπλεναν μεθοδικά τα κεράσια στον νεροχύτη. Ήταν ολοστρόγγυλα κεράσια σαν πυρακτωμένα ηφαίστεια, έσφυζαν από ζωντάνια έτοιμα να σκάσουν και να πλημμυρίσουν τα πάντα. Κοίταζα το πίσω μέρος του λαιμού της, τον μικρό εκείνο βάλτο ανάμεσα στα ανασηκωμένα της μαλλιά, ένα μαλακό σημείο εντελώς ανυπεράσπιστο και ταυτόχρονα απρόσιτο και ένιωθα προσμονή και απέραντη λύπη.
Ο πατέρας μου πέθανε νωρίς. Η μητέρα μου ήταν νοσοκόμα. Έλειπε πολύ, κυρίως τα βράδια. Κάποιες νύχτες δεν γύριζε καθόλου στο σπίτι. Όσο μεγάλωνα καταλάβαινα την διαφορά. Πότε η μητέρα μου περνούσε την νύχτα στο νοσοκομείο και πότε στο σπίτι κάποιου «φίλου». Πότε είχε τα μαλλιά ανασηκωμένα σε έναν αυστηρό κότσο και πότε λυτά να ανεμίζουν στους ώμους. Πότε φορούσε δαντελωτά εσώρουχα κάτω από την άσπρη στολή και πότε ρούχα πολυφορεμένα, πότε μύριζε ιώδιο και λαστιχένια γάντια και πότε εκείνη την άλλη την ακαθόριστη μυρωδιά που ήταν το άρωμά της και πάλι δεν ήταν, που με κυνηγούσε όλη την μέρα και δεν την πλησίαζα επίτηδες, γιατί δεν άντεχα να την μυρίσω.
Τα βράδια που έμενα μόνος στο σπίτι, έρχονταν κόκκινοι άγγελοι μέσα στο σκοτάδι και με κορόιδευαν. Άλλοτε έπαιζαν παράξενα παιχνίδια που με πονούσαν και άλλοτε με κυνηγούσαν στο δωμάτιο. Τα όνειρά μου ήταν βαριά και μεθυσμένα θαρρείς και έσταζαν κόκκινο κρασί. Το σπίτι γέμιζε παράξενα πουλιά. Μαύρες σκιές φτερούγιζαν στους τοίχους. Για να μην φοβάμαι τραγουδούσα ένα περίεργο νανούρισμα σαν ξόρκι και σχεδόν πάντα έβρεχα το κρεβάτι μου.
Η μητέρα μου ποτέ δεν σχολίαζε την αιτία του καθημερινού αλλάγματος των σεντονιών του κρεβατιού μου. Όταν αυτό όμως συνεχίστηκε και τα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου, έπαψε να μου στρώνει το κρεβάτι. Αμίλητη μου άφηνε τα καθαρά σεντόνια πάνω σε μια καρέκλα.
Ύστερα μεγάλωσα. Τις γυναίκες τις γνώρισα μέσα από τα φρούτα. Το πρώτο μου φιλί με μία συμμαθήτρια είχε την γεύση πεπονιού. Ύστερα αγάπησα την Άννα. Μαζί της έμαθα να τρώω μεγάλες φέτες καρπουζιού που άχνιζαν παγωμένες, ροδάκινα που έλιωναν νωχελικά στο στόμα, σταφύλια μικρά και σκληρά που σκλήριζαν καθώς τα μασούσα, στρόγγυλες ροδέλες μπανάνας που κυλούσαν ηδονικά στον ουρανίσκο. Την ερωτεύτηκα. Ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου. Μία μέρα της έσπασα την μύτη. Με γροθιά. Με εγκατέλειψε. Την είχα προειδοποιήσει να μην το κάνει. Άλλαξε πόλη, πήρε αλλού μετάθεση. Δεν έμαθα ποτέ που πήγε. Ήθελα να την σκοτώσω. Ήθελα να πεθάνω.
Τότε ένας καθηγητής μου στην Αρχιτεκτονική ανακάλυψε ότι είχα πηγαίο ταλέντο. Ρίχτηκα με τα μούτρα στην ζωγραφική. Σε καμβά, σε χαρτί, στα χέρια μου, στο κορμί μου. Έριχνα τις σκιές της παιδικής μου ηλικίας στον καμβά και τις χρωμάτιζα. Όμως δεν ήταν λύτρωση. Οι σκιές ζωντάνευαν, πάλλονταν, γίνονταν γυναίκες που με καταβρόχθιζαν, που με κατάπιναν στην σκοτεινή τους άβυσσο. Κλεισμένος μέσα στο δωμάτιο μου ζωγράφιζα για μερόνυχτα χωρίς να έχω καμιά απολύτως επαφή με την πραγματικότητα. Είχα φύγει από το πατρικό μου ύστερα από μια γερή συμπλοκή με τον πατριό μου, τον άντρα που τελικά παντρεύτηκε την μητέρα μου. Του χαράκωσα το πρόσωπο με ένα κομμάτι σπασμένο γυαλί. Την μητέρα μου που πήρε το μέρος του την περίμενα. Έξω από το νοσοκομείο χαράματα. Πήγα να την δείρω. Έκλαιγε. Την έφτυσα μόνο κι έφυγα.
Ο καθηγητής μου μού βρήκε δουλειά σε έναν εκδοτικό οίκο. Έκανα εικονογραφήσεις σε παραμύθια. Ταυτόχρονα τα Σαββατοκύριακα δούλευα σε ένα μπαρ της γειτονιάς μου. Από την γιαγιά μου κληρονόμησα κάτι μερίσματα από μετοχές κι έτσι με όλα αυτά κατάφερα να νοικιάσω ένα μικρό στούντιο στην παλιά πόλη και να πληρώνω τα υλικά για την ζωγραφική. Ο καθηγητής μου με ερωτεύτηκε. Μου ζήτησε να πάω να ζήσω μαζί του. Του αρνήθηκα και δεν τον άφησα ποτέ να με αγγίξει. Νομίζω ότι με φοβόταν. Πάντως κατάφερε να με φέρει σε επαφή με άλλους ζωγράφους και να πάρω μέρος σε τρεις ομαδικές εκθέσεις.
Οι πίνακές μου -συνήθως μεγάλοι- αιφνιδίαζαν και σόκαραν. Τα χρώματα και η βία τους συγκλόνιζαν. Οι κριτικοί άρχισαν να μιλούν για μεγάλο ταλέντο. Ο καθηγητής μου- ζωγράφος και ο ίδιος- άρχισε να καμαρώνει για την ανακάλυψή του. Για μένα όμως ο ίδιος έγινε βάρος. Έβλεπε μέσα από τους πίνακες μου και πίσω από το πρόσωπό μου και αυτό με τρόμαζε. Έδειχνε να νοιάζεται για μένα. Ένας παλιός ξεχασμένος πατέρας. Άραγε έτσι θα ήταν αν είχα πατέρα αναρωτιόμουν; Θα μπορούσα να το συνηθίσω. Ίσως και να άρχιζε να μου αρέσει. Αν δεν έβλεπα τον τρόπο που με κοιτούσε. Το βλέμμα του έπεφτε ωμό επάνω μου και με ανακάτευε. Ένα βράδυ, έγραψα ένα γράμμα στον Κοσμήτορα. Ύστερα από αυτό, ο καθηγητής δεν μου ξαναμίλησε.

- Γνώρισα τον Πι ένα βράδυ σε ένα μπαρ που δούλευε. Μου είπε ότι ήταν ζωγράφος. Το ίδιο βράδυ με κάλεσε σπίτι του για να δω τους πίνακές του. Μου ζήτησε να ποζάρω για αυτόν. Ήμουν τότε πενήντα χρόνων. Αυτός είκοσι επτά. Με έβαλε να ξαπλώσω γυμνή πάνω σε έναν καναπέ. Πάνω στο κορμί μου έβαλε κόκκινα κεράσια. Ύστερα έβαλε τα χέρια στο λαιμό μου και τα πίεσε δυνατά. Ένιωσα τα πνευμόνια μου να πονούν, πάλεψα να ανασάνω. Γύρω από τον λαιμό μου υπήρχε ένα μεταλλικό, ακάνθινο στεφάνι. Σπαρταρούσα σαν τρελή. Με άφησε απότομα κι άρχισε να ζωγραφίζει. Μάζεψα τα ρούχα μου από κάτω και πήγα να βγω από το σπίτι. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Έκλαιγα και ούρλιαζα, φώναζα βοήθεια, ήμουν εκτός εαυτού. Ήρθε κοντά μου και μου έδωσε με το ζόρι να φάω κεράσια. Μου πασάλειψε το στόμα, τον λαιμό, το στήθος. Με απείλησε. Μου είπε ότι αν ποτέ μιλήσω σε κανέναν για όλα αυτά, θα με βρει και θα με σκοτώσει. Είχα δύο παιδιά ακόμα στο Γυμνάσιο. Ο άντρας μου μας είχε εγκαταλείψει. Δεν είχα κανέναν να με προστατέψει. Δεν μίλησα.


Tην έβλεπα να πλένει τα κεράσια στον νεροχύτη και την ένιωσα τόσο απορροφημένη και απόμακρη που θέλησα να την σκοτώσω. Έτσι κι αλλιώς τα κεράσια πάντα με παράπεμπαν στον θάνατο. Όλο αυτό το άδικο παχύρρευστο αίμα τους. Πήρα ένα μαχαίρι από το συρτάρι. Γύρισε και με κοίταξε. Ήταν μεγαλύτερή μου. Είχε πολλές ρυτίδες γύρω από το στόμα και τα μάτια. Ήταν ξανθιά και έμοιαζε με την μητέρα μου. Ήξερα ότι θα με εγκατέλειπε αργά η γρήγορα κι αυτή. Το είδα στο βλέμμα της που τρεμούλιασε. Αποστροφή και φόβος.

-- Είμαι η Άννα Κ., σαράντα χρόνων, καθηγήτρια Αγγλικών. Ναι, φυσικά γνωρίζω τον Πι. Ήμουν καθηγήτρια του πριν από δέκα χρόνια. Τον ερωτεύτηκα. Δεν έχω γνωρίσει άντρα τόσο τρυφερό, τόσο ανοχύρωτο. Μου παρέδωσε τον εαυτό του με αυταπάρνηση. Ήμουν ωστόσο δέκα χρόνια μεγαλύτερη. Αυτός ήταν μόλις είκοσι. Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ. Τελικά ζήτησα μετάθεση και έφυγα σε άλλη πόλη κι έτσι τελείωσε η ιστορία μας. Βίαιος; Όχι ακριβώς. Όταν με άγγιζε, ένιωθα εύθραυστη και γυάλινη. Μου φερόταν σαν να ήμουν πολύτιμη. Όμως ο Π. ζει σε έναν κόκκινο κόσμο γεμάτο πόνο και πάθος.


Μερικές φορές όταν ζωγραφίζω κάτι σπάζει. Νιώθω να δρασκελίζω κάποιο νοητό σύνορο και τότε το σύμπαν μου διαστέλλεται, δεν υπάρχει χρόνος, παρόν, τοίχοι, άνθρωποι, έπιπλα, διαμέρισμα, κόσμος, όλα είναι καμβάς και χρώματα, καλειδοσκόπιο και τρόμος, βουβαμάρα και πανικός, πυροτεχνήματα και φρούτα που εξακοντίζονται μεθυσμένα, που εκπυρσοκροτούν και βάφουν τους τοίχους, μαλακή σάρκα που μέσα της βυθίζομαι, το κορμί της μητέρας μου, τεράστια γυναικεία κορμιά που πλέουν σε μωβ αμνιακό υγρό, απειλητικές φιγούρες που με κυνηγούν κι εκείνη την στιγμή ξέρω ότι πρέπει να ζωγραφίσω, πρέπει να εκτοξεύσω τα υγρά μου χρώματα στον καμβά για να έρθει η ποθητή γαλήνη. Άλλες φορές η ζωγραφική μου κάνει κακό. Μέσα από τα χρώματα ξεπηδάει μία ανάγκη με πολλά κεφάλια, με πολλά στόματα που ουρλιάζουν με γυμνά τα ούλα τους, τότε ένας θυμός σφυροκοπάει στις φλέβες μου που τον αποκαλώ θάνατο.
Μία φορά μόνο έγινα βίαιος. Ήταν με μια γυναίκα που γνώρισα στο μπαρ που δούλευα. Είχα πιεί πολύ. Ήρθε σπίτι μαζί μου για να δει τους πίνακές μου. Ήταν όμορφη, φορούσε μαύρη δαντέλα. Θέλησα να την ζωγραφίσω με κεράσια στο κορμί της. Ενώ την ζωγράφισα μου μίλησε για τα δύο της αγόρια. Πήγαιναν Γυμνάσιο. Την ρώτησα με ποιον τα αφήνει και μπορεί τα βράδια να τριγυρνάει στα μπαρ. «Μόνα», μου απάντησε. «Τα αφήνω μόνα». Κάτι στο φτιασιδωμένο της χαμόγελό της με τα ξέφτια που ξέφευγαν δεξιά κι αριστερά από το στόμα της, με θύμωσε ανεξέλεγκτα. «Μόνα» είπε ανέμελα, σαν να μην υπήρχε η μαύρη τρύπα, το σκοτάδι που δαγκώνει, ο κρύος φόβος, το βρεγμένο κρεβάτι. Ξάφνου στο μυαλό μου ξεπήδησαν κόκκινα κεράσια και την τράνταξα, έγινα βίαιος, δεν ξέρω τι έκανα, δεν θυμάμαι καλά, την έστειλα σπίτι στα παιδιά της, την απείλησα, της είπα να μην τα αφήνει μόνα, της είπα ότι αν την ξαναδώ στο μπαρ κι εγώ δεν ξέρω τι θα της κάνω. Δεν την ξαναείδα.
Έπλενε τα κεράσια στον νεροχύτη με τα λεπτά επιδέξια της δάχτυλα. Νότες πάνω σε μαύρο πιάνο. Άρπαξα ένα μαχαίρι, την πλησίασα από πίσω, αυτή σαν να διαισθάνθηκε κάτι, γύρισε και με κοίταξε. Ήταν μεγαλύτερη μου, ξανθιά κι είχε πολλές ρυτίδες γύρω από τα μάτια και το στόμα. Ήταν η μάνα μου. Με είχε ικετεύσει, εκλιπαρήσει να πάω να την δω. Ο πατριός μου θα έλειπε για λίγες μέρες σε ταξίδι. Είχα να την δω από τότε που την περίμενα ξημερώματα έξω από το νοσοκομείο. Έπλενε κεράσια για να μου τα προσφέρει γιατί ήξερε ότι ήταν το αγαπημένο μου φρούτο. Κοίταξε το μαχαίρι που κρατούσα. Με αποστροφή και φόβο. Κι ύστερα η έκφρασή της άλλαξε. Τα μάτια της μαλάκωσαν και μέσα σε μια στιγμή με γέννησαν ξανά. Καινούργιο, μικρό, άσπιλο.
«Έχεις δίκιο μικρέ μου Πι», μου είπε γλυκά. «Πάντα είχες δίκιο. Μικρέ καλέ μου Πι».
Πέταξα το μαχαίρι στο δάπεδο. Την αγκάλιασα. Τα κεράσια γυμνά και κόκκινα κύλησαν στο πάτωμα και πλημμύρισαν την κουζίνα.

(Δημοσιευμένο στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: